United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο λησμονημένος Ήχος του φάνηκε τότε σα μια βάρβαρη έκφραση πεθαμένου κόσμου κι' ο λόγος σαν ένα πρωτόγονον όργανο μιας πεθαμένης κοινωνίας. Το πνεύμα του έκανε καινούργια φτερά μέσα στην απόλυτη σιωπή και το αίσθημά του έπαιρνε τώρα μιαν υπεράνθρωπη, ευγενική μορφή μέσα στο πλαστικό πανηγύρι. Η απόλυτη ευτυχία πλημμύρησε τα στήθη του.

Ταμάξια παρατρέχανε το ένα το άλλο, ποιο να φθάση γληγορώτερα σε κάποιο φανταστικό πανηγύρι, οι καβαλλάρηδες σχίζανε περήφανοι, με το ρυθμικό τους πέρασμα, το πλήθος και πού και πού καμμιά διαβολική μηχανή, με βαθειά βογγητά ξεπερνούσε με βάναυση ορμή πεζούς και καβαλλάρηδες, σαν ακέφαλο θηρίο, που καμάρωνε την ασχημιά του.

Έπειτα, έχομε το πανηγύρι του χωρίου. . . θα ετοιμάσω και για τότε άλλη πάλιν φορεσιά και θα την κεντήσω με τέτοια σχέδια που όμοια έως τώρα δεν εφόρεσεν άλλη. Υπάρχει κανένα λουλούδι και κανένα στολίδι που δεν είμαι άξια να το κεντήσω ή να το υφάνωτον εργαλειό; Θα μπαίνωτον εργαλειό, όποτε επιθυμήσω καινούργιο φόρεμα, και η πρώτη του χωρίου θα είμαι πάντα, εγώ!

Σαν έστρωσε και ξαπλώθηκε και τράβηξε κ' ένα τσιμπουκάκι, έδεσε τα χέρια πίσω απ' το κεφάλι κι' άρχισε την κουβέντα: — Καλά περάσαμε και σήμερα, Στρατή. — Δόξα σοι ο Θεός! — Για κύττα ταστέρια, Στρατή. Σμάρι ταστέρια απόψε. Γεμίσανε τα ουράνια. Κι' όλο φανερώνονται καινούργια. Όλο βγαίνουνε και τελειωμό δεν έχουνε. — Λες κ' έχει πανηγύρι στα ψηλά ο Γερο-Θεός.

«Φιλήματα απ' εδώ, αγκαλιάσματα απ' εκεί, αναγαλλιάσματα από τούτη τη μεριά, γέλοια από εκείνη, σταυρόνονταν κάθε στιγμή σ' εκείνο το χαρούμενο πανηγύρι, που εγώ είμουν αιτία και κέντρο. «Στην τιμημένη και ποθητή μας Πατρίδα, η Ξενιτειά τα συμπαθάει όλα. Ζήλιες, διαφορές, μαλώματα κι' έχτρες, τα λυόνει όλα η Ξενιτειά, σαν πως λυόνει η νοτιά το χιόνι.

Αυτά εσυλλογιόταν η Σμαραγδούλα, ενώ η καϋμένη η γρηά θεία της είνε να χάση το νου της με το φυσικό της ανεψιάς. Να την αγαπούνε τόσοι, να την κυνηγούνε, να είνε έτοιμοι να φαγωθούν, κι' αυτή να θυμώνη, να τους βρίζη, να μη θέλη να τους ξέρη. Η πατινάδες και τα τραγούδια, εκείνο που για της άλλες κοπέλλες ήταν χαρά και πανηγύρι και καύχημα, για την Σμαραγδούλα ήταν αφορμή θυμού.

Ο περιορισμός δεν τ' άρεσε και φυσικά δεν τ' άρεσε κ' η μελέτη. Ο νους του ήταν μερόνυχτα πεσμένος στα τρεχάματα, στα παιγνίδια και στα ξεφαντώματα. Πανηγύρι ατέλειωτο η ζωή του. Για τούτο κ' οι χωριάτες έλεγαν ξάστερα πως δεν ήταν προκοπή από δαύτον. Η κυρά Πανώρια η μάννα του έπεφτε σε απελπισία.

Όλοι σχεδόν οι χωριανοί κατέβαιναν στο πανηγύρι και οι γυναίκες κουβαλούσαν στο κεφάλι δίσκους με γλυκίσματα και καλάθια γεμάτα με κότες δεμένες με κόκκινες κορδέλες. Τα δεντράκια τριγύρω ήταν γεμάτα με άγουρα φρούτα και το πανηγύρι έμοιαζε να απλώνεται σε όλη την κοιλάδα.

Στο δρόμο συνάντησαν και άλλους ζητιάνους που πήγαιναν στο πανηγύρι.

Οι λυγερές οι φωνές και τα γέλοια της γειτονιάς αντιλαλούσανε στον αέρα σαν πανηγύρι, οι ναύτες τραγουδούσανε στο λιμάνι, όλος ο κόσμος χαιρότανε. Είπα της μακαρίτισσας, ας πάρουμε την Αννούλα κι ας πάμε όξω και μεις. Να δούμε τη θάλασσα· να ρίξουμε δυο πέτρες μες στο γιαλό. Να κοιτάξουμε τα βουνά, να πάρουμε καθάρια αναπνοή. Έβαλε λοιπόν το σάλι της και βγήκαμε.