United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γκόλφι την είχε το χωριό κι' ο Όλυμπος τραγούδι, Τα μάτια τα γραμμένα της και το τρανό όνομά της Σκάζει τους νιους τους δύστυχους, πλαντάζει τες κοπέλλες, Κ' ένα φτωχό βοσκόπουλο κι' ώμορφο κι' αντρειωμένο, Απ' άλλο, μακρυνό χωριό, το μπλέξανεαγάπη.

Αυτός που επιθυμεί να 'δή καλό απ' το βιος του, μέρος σκορπά για λόγου του και μέρος για τη φτώχεια, κάνει καλό σε συγγενείς, κάνει καλό και σ' άλλους και κάνει και συχνές-πυκνές για τους θεούς θυσίες κ' είνε το σπίτι του ανοιχτό και καλοδέχετ' όλους και στο τραπέζι τους καλεί με προθυμιά μεγάλη και φεύγουν όταν θέλουνε και τους ξεπροβοδώνει· κι απ' όλους περισσότερο τιμάει τους ποιητάς μας αν θέλη και παινέματα ν' ακούση όταν πεθάνη και να μην κλαίη αδόξαστος μέσα στον κρύο τον Άδη, σαν το φτωχό το δουλευτή και τον ερημοσπίτη πούχουν οι απαλάμες του κάλους απ' το σκερπάνι.

Έκλεβε στα ονειρεμένα τα φτερά της τα ουράνια της ζωής αρώματα, της υγείας τα μεθυστικά και πλούσια μύρα. Τάμπωχνε απαλή, γλυκύτατη ανάπνια του γιαλού. Τανέβαζε και τάπλωνε στο χωριδάκι το φτωχό, που κρέμεται στο βουναράκι πάνω. Ωστόσο στο μικρό το καφενεδάκι μέσα πήχτρα ο κόσμος. Όλο το χωριό ήρθε κ' εκλείστηκε να τη χορτάση. Βελόνι νάριχτες τόπο δε θάβρισκε στο πάτωμα να πέση.

Χαιρότανε να δίνη κι όταν πλησίαζε με τις πεντάρες του και φαινότανε τόσο ευτυχισμένοςσα να γνώριζε τί σημασία έχει για ένα φτωχό μουσικό να του δίνουν χρήματα για να φάησυχνά έκανε κάποιο μελαψό πρόσωπο να γελά, δείχνοντας τα λευκά του δόντια, και κάποια μαύρα ολάστραφτα μάτια να κοιτάζουνε με χαρά τα γαλανά δικά του. Τώρα όμως κρεμότανε τόσο κουρασμένος και μικρός στην αγκαλιά του πατέρα.

Το δροσερό ανοιξιάτικον αέρα που πνιγμένος σε μύριες ευωδιές το βασιλιά και τους αρχόντους πέρα σε πιο όμορφες τους φέρνει ακρογιαλιές. Κάθε άεργο, ζητιάνο, κλέφτη, αλήτη γύρω απ τη χώρα έχει μαζέψει εδώ, από καλύβι γύρισε σε σπίτι κι ερέθισε τον κόσμο το φτωχό.

Δεν είσαστε τυχεροί εδώ, γιατί ναι φτωχό το χωριό, μα κάθε αλλού θα φιλοξενηθήτε, όπως σας αξίζει. Ο Κακαμπός εξηγούσε στον Αγαθούλη όλα τα λόγια του ξενοδόχου κι' ο Αγαθούλης τον άκουε με τον ίδιο θαυμασμό και το ίδιο ξάφνισμα, που ο φίλος του Κακαμπός του τα μετάδινε.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ Δεν βλέπεις; Κάποιος έρχεται κοντά μου να με πάρη. Εις στα παλάτια των νεκρών κάτω σιγά με σέρνει είναι θεός με τα φτερά. Τα μάτια του πετούνε κάτω από τα βλέφαρα αγριεμμένο βλέμμα. Α, άφησε με, άφησε. Τι θέλεις να με κάμης; Τι δρόμος τάχα η άμοιρη είναι αυτός που παίρνω; ΑΔΜΗΤΟΣ Είναι ο δρόμος θλιβερός για όσους σ' αγαπούνε για τον φτωχό σου σύζυγο, για τα παιδιά που κλαίνε.

Δηλαδή, αναγκάστηκε να μολογήση ο Αριστόδημος· η Αρχόντω ήταν μακρινή συγγενής του πάππου μου. Μια νύχτα ο Χαγάνος πήγε με τους ανθρώπους του, σκότωσε τους γονιούς της κ' εκείνη την ατίμασε. Με τον καιρό γεννήθηκε η Ελπίδα. Οι δικοί μας δεν ηθέλησαν να τη γνωρίσουν για αίμα τους. Ο Χαγάνος την έδωκε σ' ένα φτωχό αντρόγυνοστους Μαλαματένιουςνα την αναθρέψουν.

Ιπποκόμοι και βαρκάρηδες άδραξαν τα κουπιά και τα καμάκια, κυνηγώντας το φτωχό άνθρωπο. «Αφήστε τον, είπε η Βασίλισσα, δίχως άλλο έχει εξαντληθή από μακρυνές περιοδείες σε άγιους τόπους». Και βγάζοντας μια χρυσή αλυσσίδα, την πέταξε στον προσκυνητή.

Εσκέφθηκε λοιπόν πως θα να ήτον καλλίτερο ν' αφήκη απείραχτο το φτωχόσπιτο της γρηάς απάνουτην Καραβατιά, νοικιάζοντάς το σε κανένα φτωχό γείτονά του, και ν' αγοράση αυτός ψηλό σπίτι παρακάτου, κατά το παζάρι, 'ςτ' Αρχοντικά. Κ' η ιδέα τούτη ερρίζωσε πλια 'ςτα μυαλά του κι όλο χαρούμενος έλεγε τώρα, γυρίζοντας το βράδυ, 'ςτη γρηά του.