United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε βαρεθή την σαρακοστήν, επόθει το Πάσχα, και ήρχισε να το προεορτάζη. Αφού εγέλασεν αρκετά, η Μαλαμμώ έσβυσε τ' απόκηρα, επροσπάθησε να σκουπίση τα χυμένα λάδια, και είτα εμελέτα ν' αρχίση το ασβέτωμα. Ελησμόνει ήδη τα χαμένα σανίδια. Αλλ' ο Πολύζος είπε: — Και πούν' τα σανίδια, Μαλαμμώ; — Πούν' τα, μαθές, επανέλαβεν η γυνή.

Η ξανθή κοπέλλα έβαλλε τις φούχτες κάτω απ' τη βρύση και τα λευκά της χέρια ξεχείλισαν σαν ασημένιο ποτήρι. Ο φιλόσοφος έσκυψε στο ωραίο ποτήρι κ' έσβυσε τη δίψα του με νερό και με φιλήματα. Κι' ο φιλόσοφος νόμιζε πως ονειρεύεται... Ύστερα ξαπλώθηκαν απάνω στη δροσερή χλόη. Το φεγγάρι ήτανε σταματημένο απάνω απ' τα κεφάλια τους και τους έλουζε με το φως του.

Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε σήμερα τι έκανε. Έπιασε τα κουπιά, αλαργάρησε λιγάκι και φουντάρησε αρόδου. Σαν έσβυσε ο κρότος της άγκυρας μέσα στην ησυχία του δειλινού, στάθηκε στη μέση της βάρκας σα χαμένος. Ποτέ δεν είχε πέσει τόσο βαρειά η άγκυρα στην αγκαλιά του νερού. Στάθηκε πολλήν ώραν έτσι σαστισμένος. Ύστερα έκανε το σταυρό του να πέση να κοιμηθή.

Όταν σταμάτησε λίγο κι' αναστέναξε βαθειά, κανένας δεν έβγαλε τσιμουδιά. Κρατούσανε την αναπνοή τους. Ο Μαθιός πήρε μια βαθειά ανάσσα και ξαναείπε το τροπάρι. Ποτέ η φωνή του δεν είχε πάρει τέτοια γλύκα σαν και σήμερα. «...Πάντα ονείρου απατηλότερα». Σαν έσβυσε αλαφρά μέσα στη σιγαλιά η τελευταία του νότα, τα δάκρυα τρέχανε ποτάμι απ' τα μάτια του.

Είχε φθάσει η κρισιμωτάτη στιγμή, καθ' ην ήτο υποχρεωμένος να σκεφθή περί της σωτηρίας του, διότι το κύμα των φλογών επλησίαζε και οι στρόβιλοι του καπνού απέκλειον σχεδόν εξ ολοκλήρου την ατραπόν. Ρεύμα αέρος έσβυσε το κηρίον, το οποίον είχε μεταχειρισθή εις την οικίαν.

Έλα λοιπόν γρήγορα, φίλτατε Μάχτο, και σε περιμένω νύκτα και ημέραν...... Τοιαύτην επιστολήν εσχεδίαζεν η Αϊμά. Πριν ή αποκοιμηθή, ανηγέρθη επί μίαν στιγμήν και έσβυσε τον λύχνον. Είχε συνειθίσει ήδη εις το σκότος. Είπε καθ' εαυτήν ότι δεν ηδύνατο να ίδη όνειρα, αν άφηνε τον λύχνον ανημμένον. Τέλος έκλεισε τους οφθαλμούς και εταλαντεύετο μεταξύ ύπνου και εγρηγόρσεως.

Το άστρον της Ανατολής έσβυσε πλέον. Οι μάγοι με τα δώρατα τρία σύννεφαεγύρισαν οπίσω σαν να έχασαν τον δρόμον. Είχεν εξημερώσει. Διαταγή του νέου Μητροπολίτου είχε καταργηθή η νυκτερινή ακολουθία των Χριστουγέννων διά παντός. Ήλθαν και μου είπαν. — Όχι μέσα εις τα σκότη! Με τον ήλιο! Αι κατακόμβαι δεν υπάρχουν πλέον! . .

Ως τότε το παιδί μου ήξερε πώς είχε ένα πατέρα δυστυχή. Μα από τότε που το φρικτό το σκάνδαλο έσβυσε και το δικό μου τ' όνειρο εκείνο μιας νέας και ευτυχισμένης χαραυγής, από τότε που κι' δικές μου η ελπίδες χάθηκαν, το παιδί μου έμαθε πως δεν είχε πειά πατέρα. Ναι! ήταν φρικτό! Μαρία, γιατί να φύγης και να μ' αφήσης μόνο; Εσύ θα μ' έσωζες, αν έμενες; Μ α ρ ί α. Έφυγα για να σώσω το παιδί μου.

Ψηλά μέσ' από το λίγο άνοιγμα του παραθυριού, κόκκινο φως φάνηκε μια στιγμή κ' έσβυσε γρήγορα, και το φεγγάρι όσο μπορούσε να μπη μέσα, στο μόλις ανοιγμένο παράθυρο, άφινε να χωρίζη εκεί ψηλά από μέσ' απ' τα ξύλα κάτι τι άσπρο, σα σκιά, σα φάντασμα που κινούνταν.

Αυτήν δεν του την έσβυσε κανένας κρύος τρόμος, κανένα πόνου βάρος, την πήρε μόν' ο Χάρος, κ' έγεινε σκωπτικότερος ο κάθε μώμου μώμος. Ουχί ολιγώτερον του πνεύματος του Ροΐδου εξετιμώντο τα έργα του, τα οποία και εις το μυθιστόρημα και εις την κριτικήν και τελευταίον εις το διήγημα ήνοιξαν νέους δρόμους εις το ελληνικόν πνεύμα.