United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έχει περάσει από δυο ώρες το δειλινό και σήμαντρο κανένα δεν εδιαλάλησε την αγιότη της αυριανής μέρας, κι' οι παπάδες δεν έψαλαν τον εσπερινό σήμερα. Η εκκλησίες είνε κλειστές. Βουβά τα σήμαντρα, βουβοί κι' οι παπάδες. Η αυλές και τα κατώφλια εχορτάριασαν. Η αράχνες κλώθουν τα υφάδια τους και διάζονται στες πόρτες και στα παραθύρια.

Όταν ο Τρυγητής επρότεινε, τον οίνον, τον οποίον χύνουν προς τιμήν του οι κτηματίαι, να τον βάλουν εις ένα βαρέλι, να περάσουν τον χειμώνα, ο Μάρτης, πλήρης χαράς, έρριψε την εκ δέρματος κριού σκούφιαν του εις τον αέρα κ' εφώναξε θριαμβευτικώς: — Ωραία! ο Μάρτης πεντεδείλινος· και πάλι δειλινό είνε· αφού είν' έτσι, μεγαλόνω κ' εγώ της μέρες μου.

Ποιος τα ξέρει αυτά τα πράματα! Ούτε η ίδια δεν ήξερε γιατί τον αγάπησε. Κάθε δειλινό, η Παυλίνα με την καινούργια της αγάπη, πηγαίνανε μακρυά το γιαλόγιαλό, μαζεύοντας αγριοβιολέττες και κυκλάμινα μέσα στις χαραμάδες των βράχων, πότε αγκαλιασμένοι μέσα στις σπηλιές, πότε χεροπιαστοί στην αμμουδιά.

Δεν περνούσε κανείς∙ τριγύρω βασίλευε σιωπή και μέσα στο σπίτι η ντόνα Ρουθ ήταν σαν νεκρή. Η Νοέμι δεν ξέχασε ποτέ εκείνη τη στιγμή της αναμονής την ώρα του δειλινού που της φαινόταν να είναι το δειλινό της ίδιας της της ζωής. Όρθια επάνω στις σπασμένες πέτρες του κατωφλιού πρόβαλε προς τα έξω και νόμιζε πως περίμενε ένα μυστηριώδες ον, σωτήρα και τιμωρό ταυτόχρονα.

Τον περίμενε ώρα την ώρα, τα σουρουπώματα και το μεσημέρι και το δειλινό και τη νύχτ' ακόμα, στα βαθειά μεσάνυχτα. Μήπως δε λέη το τροπάρι: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός;» Ο ξάδερφός της ο παπάς, στην Αθήνα, της το είχε ξηγήσει κάποτε. Νυμφίος είνε ο γαμπρός. Ο νυμφίος της Εκκλησίας είνε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.

Και μόνο τη γαλήνη της αφίνει να συρθή ίσκιος ατή ράχη ρόδινος και στην πλαγιά ν' απλώση και μόνο την ανάσα της σκορπίζει να χυθή το ράθυμο το δειλινό γλυκά να βαλσαμώση. Με το νερό στα βάθη σου, βουνό, που αργοκυλά και με το πεύκο, ολόγυρα το δάσος που το κλείνει και τον αέρα χαίρεται που φτάνει από ψηλά και στα κλαδιά του χύνεται κύμα και φλοίσβος σβήνει·

Στον καφενέ του Καπετάν-Πεφάνη το δειλινό πάντα μαζεμμένα τα γεροντάκια. Τις Κυριακές δεν έλειπε κανένας. Ήταν και η μέρα του βαποριού. Κάθε οκτώ και κάποτε κάθε δεκαπέντε έπιανε το βαπόρι του Βώλου. Κατά τον καιρό. Κάποτε περνούσε και μήνας που δεν έβλεπαν βαπόρι. Εκείνη την Κυριακή το περίμεναν χωρίς άλλο. Η θάλασσα ήταν λάδι.