United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΙΡ. Εκείνος, αφέντη, είναι ένας αχρείος, που δεν μ' αρέσει να βλέπω. ΠΡΟΣΠ. Αλλ' όποιος και αν είναι, πώς να τον υστερηθούμε; εκείνος μας ανάβει φωτιά, μας φέρνει ξύλα, μας κάνει αναγκαίες υπηρεσίες. Ε! σκλάβε! Κάλιμπαν! χώμα, που είσαι; ξεβουβάσου! Μέσα είναι ξύλα αρκετά. ΠΡΟΣΠ. Έβγα όξω, σου λέω· χρειάζεσαι γι' άλλη δουλειά. Έβγα, έβγα, χελώνα! Κ' έτσι;

Ω αδρέφι, 120 μη στέκεις παρά ας τρέξουμε, κι' έτσι ίσως ενωμένοι σώσουμε καν το λείψανο για το γοργό Αχιλέα απ' τους οχτρούς· τώρα άλλη πια παρηγοριά δεν έχειΕίπε, κι' ανάβει την καρδιά του πολεμόχαρου Αία, 123 που μέσα ορμά απ' τους μπροστινούς, κι' αντάμα του ο Μενέλας.

Μπα, δεν έχεις δίκηο η ωμορφιά φαίνεται δέκα μίλια μακρυά είπεν ο Μάιος, ξανθός και μελαχρινός νεανίας, ειδήμων πολύ περί τα τοιαύτα. — Α! 'βρήκες και Μάρτη να κυττάξη ωμορφιά! επανέλαβεν ο Νοέμβριος· μωρέ ξέρεις τι Γαλαξειδιώτης είνε; κερί ανάβειτον παρά. . . δε λέω όχι· κάποτε-κάποτε γυρίζει καιτην ώμορφη, αλλά πάντα την πλούσια κυττάζει κι' ας είνε άσχημη.

Γνοιάζομ’ όσα λες μα ο φόβος μου δεν παύει και δε λέει μες στη ψυχή μου να ησυχάση° η έγνοια πόχει μέσα μου θρονιάση την τρομάρα των εχθρών μας όλο ανάβει. Τους φοβούμαι, σαν τους όφιους περιστέρι το πασίτρομο για τ’ άλουβα πουλιά του, π’ ολοτρόγυρα στη δόλια τη φωλιά του έχουν στήση κακοσύντυχο καρτέρι.

Η μια, κουτρώντας με την άλλη, την ανάβει περισσότερο, και τσούζουν και καίουν σα λαβωματιές, και όλο ξετρελλαίνουνται και ζωντανότερες γίνονται, και θέλει η κάθε μια να γεμίσει τον κόσμο και τις άλλες να τις πνίξει. Κοντεύει να φέξει η αυγή και να χαράξει άλλη μέρα, κ' εγώ μένω άγρυπνος, με μια θέρμη υπεράνθρωπη, και τόσο σκληρός που ο ύπνος δε με πιάνει.

Και για να τον πειράξουν δεν χρειάζονται παρά να του ειπούν το στερεότυπο εκείνο: — Έλα, πες μας ΜπάρμπαΚαληώρα, πόσες φορές εναυάγησες; Στο άκακο ερώτημα ο γεροναυτικός ανάβει άξαφνα σαν δαδί.

Έτσι οι παντοτινοί θεοί τους διο στρατούς τρακαίρνουν πυρώνοντας τους, και βαρύ στη μέση ανάβει πάθος. 55 Και βρόντησε άγρια των θεών κι' αθρώπων ο πατέρας οχ τα ούράνια· κάτωθες κι' ο Ποσειδός τραντάζει της γης τον όγκο, των βουνών τις αψηλές κορφάδες.

ΑΡΓΓΑΝ Αυτά είνε μωρίες. Άσ' τα, αδελφέ μου, ας μη μιλούμε πεια γι' αυτό τον άνθρωπο. Μου ανάβει τη χολή και θα μου χειροτερέψης την κατάστασί μου. ΒΕΡΑΛΔΟΣ Όπως θέλεις, αδελφέ μου. Ας αλλάξωμε ομιλία.

Μολαταύτα κάθε πρωί ανοίγουν διάπλατες οι πύλες της πόλης και πεζοί ή πάνω σε άρματα οι πολεμισταί προχωρούν στη μάχη και μυκτηρίζουν τους εχθρούς των πίσω από τις σιδερένιες τους μάσκες. Ολημέρα λυσσομανάει η αμάχη, κι όταν η νύχτα πέση, λαμπυρίζουν τα δαδιά στις τέντες κι' ανάβει ο φανός στη μεγάλη κάμαρα.

Και για να την καλονοιώση, έλα να σου καθίσω αυτό το στερνό μου το κεντρί, να τρίβης κατόπι το μάγουλό σου και να με θυμάσαι: Σα σκορπιστή αυτή η ιδέα, που τη λεν κάτι που δε σου το φανερώνω να μη σου κατέβη και ξαφνικό, αρχίζει κι ανάβει μεγάλη φλόγα μέσα στις τυραννισμένες καρδιές, που όσο τη φυσάεις, άλλο τόσο μεγαλώνει εκείνη.