United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πήγαινε, κι όλο πήγαινε δυτικά, τραβήξαντας από τα βάθια του κόρφου, από τα παλιά δηλαδή το Βυζάντιο. Σαν πέρασε τα δυο μίλια και δε σταματούσε, άρχισαν οι ακόλουθοι του να παραξενεύουνται· και του λεν πως τέτοια περιοχή μήτε μια νέα Ρώμη δεν τη χρειάζεται. «Εγώ θα πηγαίνω ομπρόςαπολογιέται ο Βασιλέας «ώσπου να με σταματήση ο αθώρητος Οδηγός που μου δείχνει το δρόμο

Τα λόγια σας είναι καθρέφτης που παρασταίνει τις χίλιες της αλλαγές. Στη χώρα οι πολιτισμένες οι αδερφάδες σας δεν τον έχουν αυτόν τον καθρέφτη. Εκείνες ξέρουνε λόγια που &κρύβουνε& τις λαχτάρες, τους καημούς, τις χαρές. Η μουσική της καρδιάς τους είναι τονισμένη απάνω σε ξένο σκοπό. Ως κ' η μιλιά τους από τα ξένα είναι φερμένη.

Εβγαίνοντας το λοιπόν από τον κόλπον της Μπάσρας, που είνε μακρύς χίλια πεντακόσα μίλια, ήλθαμεν εις την Όρμαν, χώραν παραθαλασσίαν. Και ύστερον από εκεί εβγήκαμεν εις την μεγάλην θάλασσαν, ήγουν εις τον Ωκεανόν, και με ένα πολλά ευτυχισμένον καιρόν εφθάσαμεν εις το νησί της Σερενδίβ. Και εβγαίνοντας από το καράβι επήγα και κατέλυσα εις τον σύντροφον του πατρός μου ονομαζόμενον Αμπίμπη.

Όσο πήγαινε σίμωνε η περπατηξιά, ώσπου φάνηκε κάτι σα γυναικήσιο κορμί μπροστά του, κάτι που το σκέπαζε φερετζές. Κάνει να της μιλήση, και πιάνεται η μιλιά του. Ξεχύνεται να την πάρη στην αγκαλιά του, μα η γυναίκα απλώνει φοβισμένη το χέρι και του λέει να μη σμίξη κοντά της. Έχει μήνυμα να του πη.

ΑΛΟΝΖ. Ω φρίκη! ω φρίκη! φαίνεταί μου· τα κύματα είχαν μιλιά, και μου τώλεγαν· οι αέρηδες μου τώψαλλαν· και η βροντή, το βαθύ κείνο και τρομερόν όργανο, επρόφερνε του Πρόσπερου τόνομα· καταβοούσε ως κ' εκείνη το ανόμημά μου· γι' αυτό ο υιός μου έχει κρεββάτι τον άμμο· κ' εγώ θα πάω σε βάθη οποία ποτέ δεν έπιασε το σκανδήλι, να τον εύρω, και να κοίτωμαι μαζί του εκεί σκεπασμένος.

Διήρκεσεν εκείνος ο σφοδρός άνεμος δεκαπέντε ημέρες και βαστώντας όλος εκείνος ο καιρός, μας άμπωσε με τόσην ταχύτητα και μας έφερεν επάνω εις την μεγάλην θάλασσαν τρεις χιλιάδες μίλια μακράν από την Σερενδέβ, εις τόπους αγνωρίστους εις τους ναύτας και εις τον καραβοκύρην.

Τα ξέρω, τα ξέρω· από το δωδέκατο τον αιώνα μάλιστα. Άλλες ιστορίες αυτές. — Ταφίνουμε λοιπόν και σκαλώνουμε παραπάνω, κατά τον Ομαλό. Απλάδα κι αυτή περιξακουστή, ως τρεις χιλιάδες πόδια του ύψου, τέσσερα μίλια φάρδος, και πέντ' έξη μάκρος, και τα βουνά ολοτρόγυρα ακόμη πιο απόψηλα και πιο περήφανα.

Επέτρωσεν ευθύς το χαμόγελο στα χείλη· εσοβαρεύθηκε το πρόσωπό του. Εγύρισε και μ' εκύταξεν αφαιρεμένα, σαν να έλειπεν ο νους μίλια από το σώμα του. — Α! είπε κινώντας το κεφάλι. Το γιούσουρι του Βόλου δεν είνε το ίδιο. Επήγα μια φορά κ' εγώ, μα λίγο έλειψε ν' αφήσω δίχως άντρα τη μάνα σου. — Αφού κόβεται!... — Κόβεται όταν είνε μικρό. Κάτω στη Μπαρμπαριά είνε δάση ολάκερα.

Ναι γιατί, Μα, να μας λένε; Εγώ δεν θέλω, επανελάμβανεν η μικροτέρα και ξανθοτέρα, ένα αιθέριον πλάσμα νύμφης και δρόσου και ορεινής ευωδίας, η ωραία και ξανθή Φανιώ. — Μακάρι νάσαστε! έλεγεν η μήτηρ, πλύνουσα συγχρόνως εις το διαυγές ύδωρ την σκονισθείσαν εκ της πορείας μανδήλαν της. — Τι λες και συ, θα πω; — Μακάρι νάμαστε, να τους πάρουμε τη μιλιά, να μη μιλούνε για μας.

Αλλ' ας έχη, κύριοι μου, ο εβραίος τούτος χάρι, Επειδή, εάν εκείνη η μαούνα του Γρυπάρη, Που τραβούσε χίλια μίλια εις τα κύματ' από κάτω, Εκατόρθωνε να φθάση εις της θάλασσας τον πάτο, Θε να έδειχνα ποιος είνε πιο νταής από τους δυο Στης εβραίισας τον γυιό.