United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΕΤ. Μου φαίνεται, Μίκυλλε, ότι είσαι πολύ αμαθής και δεν εδιάβασες εις τα ποιήματα του Ομήρου ότι και του Αχιλλέως το άλογο Ξάνθος αφήκε το χρεμέτισμα και ήρχισε μέσα εις την μάχην ν' απαγγέλλη στίχους και όχι, όπως εγώ τώρα, λόγους πεζούς.

Ραβδί και κεφάλι έσπασαν μαζύ κομμάτια, κι' ο Περινίς, ο Ξανθός, ο Πιστός, έσπρωξε με το πόδι το πτώμα μέσα στο λάκκο τον σκεπασμένο με φύλλα. Την ωρισμένη μέρα, ο Βασιλιάς Μάρκος, η Ιζόλδη και οι βαρώνοι της Κορνουάλλης, καβάλλα στα υπερήφανα άλογά τους, έφθασανλαμπρή συνοδείαστον Άσπρο Κάμπο, μέχρι τον ποταμό.

Έστρεψα άπαξ έτι το βλέμμα προς την πρόσοψιν του παρεκκλησίου και εβάδισα μετά του Κ. Σπυράκη προς τον κατήφορον. — Κύριε Σπυράκη, ηρώτησα, τι είδους νέος ήτο ο δυστυχής αυτός Νίκος; — Πώς «τι είδους»; — Ήτο ξανθός, μαυρειδερός;... Επί τέλους, ωμοίαζε με κανένα από ημάς εδώ; Ο Κ. Σπυράκης εσκέφθη επ’ ολίγον προτού αποκριθή. — Μάλλον με τον Κύριον Μαιμάν παρά με σας ή εμέ.

Ο πρώτος ξαναείπε: — Το μαύρο μαντήλι την κάνει ομορφότερη.... Ο δεύτερος αναστέναξε. Οι δυο μαζή γύρισαν και την κύτταξαν με γλυκά μάτια. Ο πρώτος ήταν ξανθός, με μεγάλα μουστάκια και γαλανά μάτια. Ο δεύτερος μελαχροινός, χλωμός, με λίγο μαύρο χνούδι απάνω απ' το χείλι του. Η γυναίκα σήκωσε τα μάτια της και τους κύτταξε, σαν να κατάλαβε πως μιλούσαν γι' αυτήν.

Η θέσις της πτωχής ηρωίδος μου ήτο τοσούτον μάλλον οικτρά, καθ' όσον τηκομένη υπό ακοιμήτου ζηλείας δεν ηδύνατο καν ν' αποδώση τα ίσα εις τον εραστήν αλλ' άφινεν τας Μοναχάς να συσσωρεύωσιν εικασίας επί εικασιών ζητούσας να μαντεύσωσιν υπό τίνος αλλοκότου μανίας κατείχετο ο ξανθός και ωραίος εκείνος καλόγηρος όστις ου μόνον απέφευγε τας θωπείας των, αλλά και κατά του συντρόφου του ωργίζετο, οσάκις τον έβλεπε μετ' αυτών συνομιλούντα.

Ο παππά Κύριλλος εκάθησε σ' ένα σκαμνί κοντά στον νοικοκύρη, είπε να του φέρουν καφέ και άρχησαν μαζή την κουβέντα. Σε λιγάκι ήλθε κ' εκάθησε κοντά τους ο παππά Φίλιππος, νέος άνθρωπος, ξανθός, με ήμερο, ασθενικό πρόσωπο και μάτια που έδειχναν πολλή εξυπνάδα. — Υποφερμό δεν έχει αυτός ο άνθρωπος, έλεγεν ο παππά Κύριλλος.

Τότε είπε κάτου απ' το ζυγό το παρδαλό πουλάρι, ο Ξανθόςκι' έσκυψε πικρά την κεφαλή, κι' η χαίτη 405 ξεχύθηκε όλη απ' το ζυγό κοντά στα πόδια χάμουτι τούδωκε φωνή η θεά η μαρμαρόλαιμη Ήρα «Ναί, θα σε σώσουμεθα δεις, θεόμορφε Αχιλέακαι τώρα ακόμα, μα η αβγή πλακώνει πια η στερνή σου.

Μα ο Άρης πήγε ο πλουμιστός στους Τρώες, και μαζί του το ρέμα ο Ξάνθος κι' η Λητό κι' η ρόδινη Αφροδίτη κι' η σαϊτέφτρα Άρτεμη κι' ο σγουρομάλλης Φοίβος. 40

Μηδέ έχει τ' αργυρόγοργο ποτάμι να σας σώσει, 130 ο Ξάνθος, που συχνά πολλούς του σφάζετε βουβάλους και ζωντανά τού ρήχνετε πολλά άτια μες στο κύμα· μα κι' έτσι θα σας τρώει οχιά, ως να πλερώστε τέλος του βλάμη εδώ το θάνατο, των Αχαιών τα πάθια, που στα γοργάσαν έλειπατους σφάζατε καράβια135 Έτσι είπε, κι' άναψε θυμό στα σπλάχνα του ποτάμου.

Και αι ελαίαι από επτά ετών είχον παύσει να καρποφορώσιν, ως να απηξίουν να λιπάνωσι διά του καρπού των τας κεφάλας των αμαρτωλών και τα κλίματα προώρως ωχραινόμενα δεν παρείχον ωρίμους τους οινωπούς βότρυς, αρνούμενα να ευφράνωσι διά του αμβροσίου χυμού των τας καρδίας αναξίων ανθρώπων, και ο ξανθός στάχυς της γης έκυπτε προώρως την μαραινομένην κεφαλήν προς την μητέρα του, ζητών να επιστρέψη ταχέως εις τα στέρνα αυτής, μη θέλων να θρέψη κοιλίας ασεβών ανθρώπων.