United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι, όταν θα εξαντληθούν οι γαιάνθρακες, θ' αρχίσουν να καίουν συγγράμματα. Αλλ' έως τότε οι κανονισμοί των σιδηροδρόμων θα έχουν λάβει μέτρα διά ν' ανακουφισθούν από τους χονδρούς ανθρώπους, θα γίνεται η πληρωμή αναλόγως του βάρους και οι σιδηρόδρομοι, αντί να τους παίρνουν εις την ράχιν των, θα τους σύρουν οπίσω, θα τους ρυμουλκούν, ως μαούνες.

Η μια, κουτρώντας με την άλλη, την ανάβει περισσότερο, και τσούζουν και καίουν σα λαβωματιές, και όλο ξετρελλαίνουνται και ζωντανότερες γίνονται, και θέλει η κάθε μια να γεμίσει τον κόσμο και τις άλλες να τις πνίξει. Κοντεύει να φέξει η αυγή και να χαράξει άλλη μέρα, κ' εγώ μένω άγρυπνος, με μια θέρμη υπεράνθρωπη, και τόσο σκληρός που ο ύπνος δε με πιάνει.

Πώς τωόντι θα ημπορούσε, αν ήτο ευαίσθητη, να με βλέπη να υποφέρω, να βασανίζωμαι, να με καίουν οι συναπισμοί και να με δαγκάνουν η αβδέλλαις; Κατάντησα να πιστεύω πως έχουν κάποιον δίκαιον όσοι θεωρούν την υπερβολικήν τρυφερότητα των γυναικών ως πρόληψιν και παραμύθι. Άδικον όμως θα ήτο και ν' απαιτήσω από τους άλλους την ιδικήν μου έκτακτον και μοναδικήν ευαισθησίαν. Αθηναϊκή ανάμνησις

Έως και την ευχήν του αρνήθηκετην κόρην του, την έδιωξετα ξένα να εύρη τύχην, έδωκε τα δικαιώματά τηςταις άκαρδαίς της αδελφαίς. Αυτά τον φαρμακεύουν, τον καίουν να τα σκέπτεται και τον απομακρύνουν από την Κορδηλίαν του. ΙΠΠΟΤ. Δυστυχισμένος γέρος! ΚΕΝΤ Πού είναι τα στρατεύματα των δυο δουκών, γνωρίζεις; ΙΠΠΟΤ. Μάλιστα· εξεστράτευσαν. ΚΕΝΤ Καλά.

Και άμα εισέλθουν εντός των τειχών πυρπολούν και καίουν τα πάντα, σφάζουν και εξορίζουν. Τοιαύτη είνε η οικτρά τύχη ψυχής κατακυριευομένης και υποδουλομένης.

Βούλλαις κόκκιναις γεμάτος, μες το αίμα βουτημένος και πατέρων και μητέρων και υιών και θυγατέρων, ζυμωμένος με την σκόνην απ' τους δρόμους οπού καίουν και προδοτικά τον φόνον των κυρίων τους φωτίζουν, απ' την φλόγα και απ' την λύσσαν μες τα σπλάχνα του φρυμένος, και διπλός από τον χόντρον των πηκτών μαύρων αιμάτων, μ' οφθαλμούς ανθρακολίθους, της κολάσεως γέννα, ο Πύρρος τον γενάρχην εζητούσε γέρον Πρίαμον, —

Τα χέρια σου είναι ζεστά ακόμη από τα αγκαλιάσματα της άλλης, τα χείλη σου καίουν από τα φιλήματά της. Μη με πλησιάζης... Μου κάνεις φρίκην! Φύγε! Κ ώ σ τ α ς· Μαρία μου; με παρέσυρε. Άκουσε. Μ α ρ ί α. Κ ώ σ τ α ς. Δεν με αγάπησες λοιπόν ποτέ; Μαρία. Μ α ρ ί α.

Εις τοις ανθρώπους δε είνε απαραίτητον το πυρ και διά τας άλλας των ανάγκας, αλλά και διά τας θυσίας, διά να διαχύνουν εις τας οδούς την κνίσσαν των θυμάτων, να θυμιάζουν διά του λιβανωτού και να καίουν τα μηρία επί των βωμών.

ΕΔΜ. Εις την δολοφονίαν σου κ' εγώ να συμφωνήσω. Του έλεγα, ότ' οι θεοί ρίχνουν φωτιάν και καίουν τους πατροκτόνους· έλεγα πόσοι δεσμοί ενώνουν με τον πατέρα το παιδί. Κ' εκείνος, όταν είδε ότι εγώ θ' αντισταθώ εις τους φρικτούς σκοπούς του, ορμά και χύνεται γοργός με το γυμνόν σπαθί του, και πριν εγώ προφυλαχθώ μ' επλήγωσετο χέρι.

Ένας από αυτούς γνωρίζοντάς με διά ξένον μου απεκρίθη, ότι εδώ είναι ο τόπος ο διωρισμένος, που οι εθνικοί ενταφιάζουν τους νεκρούς, και καίουν τα κορμιά τους, και οι γυναίκες τους απολαμβάνουν μίαν αθάνατον δόξαν· τώρα απέθανεν ένας από τους πρώτους αφεντάδες της αυλής του βασιλέως, του οποίου το κορμί μέλλει να καυθή εδώ και εις πέντε ώρες με τούτον τον τρόπον που βλέπεις, και η αγαπημένη του και πιστή γυναίκα θέλει κατακαή και αυτή εις τες ίδιες φλόγες που έχουν να φθείρουν το κορμί του ανδρός της.