United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά τι έπρεπε να κάμω όταν τον έβλεπα εν καιρώ ημέρας να πετά εις τον αέρα και να βαδίζη επάνω εις το νερόν ή να περιπατή επάνω εις την φωτιάν με όλην του την ησυχίαν; Συ με τα μάτια σου, του είπα, τον είδες αυτόν τον υπερβόρειον να πετά ή να βαδίζη επάνω εις το νερόν; Μάλιστα, απήντησεν ο Κλεόδημος• εφόρει δε εις τα πόδια του καρβατίνας όπως συνηθίζουν εις τον τόπον του.

Μη φοβάσαι το λοιπόν πλέον εις το ερχόμενον, ότι καμμία δύναμις ανθρωπίνη θα τολμήση να σηκώση εναντίον σου πόλεμον· και αν κανείς, ήθελε λάβει την τόλμην διά να έλθη να σε ενοχλήση, θέλω κάμει να πέση επάνω εις το στράτευμά του μία βροχή από φωτιάν, που να τους κάμη όλους στάκτην.

Άλλος τρόπος ήτο ο διά του λεγομένου κολλυρίου• κατασκευάζεται δε τούτο εκ πίσσης Βρυττίας και ασφάλτου και διαφανούς λίθου τριμμένου και κηρού και μαστίχης• εξ όλων τούτων έπλαττε το κολλύριον και το εθέρμαινεν εις την φωτιάν, το επέθετεν εις την σφραγίδα, αφού προηγουμένως την επέχριε με σίελον, και ελάμβανε τον τύπον αυτής.

Άμα επάτησε τον πόδα μέσα, και άρχισε να φέρεται ως οικοκυρά. Εις το φως του κανδηλίου, του καίοντος εμπρός εις έν παλαιόν εικόνισμα, τρίπτυχον, φέρον τον Χριστόν εν τω μέσω, και διαφόρους αγίους εις τας δύο πτέρυγας, επήγε κατ' ευθείαν εις την εστίαν, σιμά εις την στρωμνήν της λεχούς, επί του δαπέδου, εδοκίμασε την φωτιάν, και είδεν ότι ήτο μισοσβυσμένη.

Αυτός ως έλαβε τα ψάρια κατά την παραγγελίαν του βεζύρη, τα επάστρεψε καλά διά να τα τηγανίση και τα έβαλεν εις το τηγάνι επάνω εις την φωτιάν.

Δεν ημπορεί διόλου, είπεν ο Κέβης. Εξέτασε λοιπόν, παρακαλώ, είπεν ο Σωκράτης, ακόμη και το εξής, διά να ίδωμεν αν θα το παραδεχθής· ονομάζεις κανέν πράγμα ζεστόν και κρύον; Ναι βέβαια, είπεν ο Κέβης. Άρα γε εκείνο, το οποίον ονομάζεις χιόνα και φωτιάν; Μα τον Δία, όχι βέβαια. Αλλά το ζεστόν είναι άλλο παρά η φωτιά και το κρύον άλλο παρά το χιόνι; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Ναι, είπεν ο Κέβης.

Οι πλησιέστεροι εκ των εχθρών, οι οποίοι είχον εννοήσει την αναχώρησιν και ήσαν έτοιμοι, μόλις είδον τους Έλληνας αναχωρήσαντας, εμβαίνουν εις τους εγκαταλειφθέντας προμαχώνας και βάλλουσι φωτίαν εις τας καλύβας διά να δώσωσιν ευκολώτερον και εις τους λοιπούς Τούρκους την είδησιν της φυγής.

Πλατεία. ΣΑΜΨΩΝ Γρηγόρη, μα την πίστιν μου ούτ' εγώ τρώγω άχυρα, ούτε συ! ΓΡΗΓΟΡΗΣ Όχι βέβαια! μήπως είμεθα γαϊδούρια; ΣΑΜΨΩΝ Θέλω να ειπώ, αν μας θυμώσουν να πηδήσωμεν κατ' επάνω των. ΓΡΗΓΟΡΗΣ Κύτταξε όμως να μη πηδάς πολλά παλούκια. ΣΑΜΨΩΝ Δεν αργώ να κτυπήσω, αν πάρω φωτιάν! ΓΡΗΓΟΡΗΣ Αλλ' αργείς να πάρης φωτιάν, διά να κτυπήσης. ΣΑΜΨΩΝ Κι' ένα σκυλί από το σπίτι του Μοντέκη με φέρνει άνω κάτω!

Είχε χάσει τα χρώματά του, είτε από την λύπην του, είτε από την κακοπάθειαν του ταξειδίου. Εκύτταξε πάλιν την χορεύτριαν τον εκύτταξε και εκείνη, και αισθάνθη ο δυστυχής ότι λυώνει. Αλλ' ακόμη έσφιγγε το όπλον του. Εκεί κάπως ήνοιξεν η θύρα και ο άνεμος επήρε την χορεύτριαν από τον πύργον της εμπρός, και την επέταξε μέσα εις την φωτιάν κοντά εις τον στρατιώτην.

Τότε επρόσταξεν ο βασιλεύς και έφεραν φωτιάν και έκαυσε τας τρίχας εκείνας και ευθύς εσείσθη όλον το παλάτι και ιδού παρουσιάσθη μία μεγαλοπρεπής και στολισμένη γυναίκα.