Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Σεπτεμβρίου 2025


Όταν αι οικίαι ήρχισαν να καίωνται, ήκουσα με τα ίδια ώτα μου χιλιάδας φωνών να ορύωνται: «Θάνατος εις τους σβύνοντας την πυρκαϊάν». »Άνθρωποι διατρέχουν την πόλιν ρίπτοντες εις τας οικίας αναμμένας δάδας . . . Αφ' ετέρου ο λαός στασιάζει, φωνάζει ότι καίουν την πόλιν κατά διαταγήν. Περισσότερα δεν λέγω. Δυστυχία εις όλους μας! . . . Είναι το τέλος της Ρώμης . . . .

Την άνοιξιν, όταν ο ήλιος είναι ευχάριστος, διαβάζω εις το δώμα της καλύβης μου· το καλοκαίρι όπου αι ακτίνες του καίουν καταφεύγω υπό την σκιάν μιας γραίας πλατάνου, της οποίας τα περιττά κλαδιά με ζεσταίνουν τον χειμώνα· ώστε το δένδρον τούτο μου δίδει κατά τας περιστάσεις δροσιάν ή ζέστην καθώς το φύσημα του Αισωπείου Σατύρου.

Οι δε φιλόστοργοι συγγενείς δεν ηθέλησαν να τα ρίψωσιν εις την οστεοθήκην του νεκροταφείου ίνα έρχωνται εδώ και ανάπτουν κηρία και καίουν θυμίαμα εις ανάπαυσιν των ψυχών προσφιλών των υπάρξεων.

Έπεσον ως σπινθήρ πυρός εις ψυχάς νυσταλέας, και ήρχισαν να καίουν εκεί άχρις ου «το ερυθριών και αιδήμον πνεύμα» εξεγερθή εν αυτοίς. Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι έστησαν σιωπηλοί και περιδεείς· έχασαν την λαβήν των επί της γυναικός· τα υβριστικά βλέμματά των, τα πλήρη δόλου και πονηρίας, εταπεινώθησαν εις το έδαφος.

Κ' εβγήκε απ' τα χαμόδενδρα ο θείος Οδυσσέας, και με το χέρι το τρανό πολύφυλλο απ' το δάσος κόπτει κλαδί, 'ς το σώμα του την γύμνωσι να κρύψη• και ως θαρρετότην δύναμι, θρέμμα βουνού, λειοντάρι, 130 'που μ' όλο τ' ανεμόβροχο κινά, και μέσα καίουν τα μάτια του• και χύνεταιτα βώδια ή και 'ς τ' αρνία, ή 'ς τ' άγρι' ελάφια, και ζητεί, καθώς τον σπρώχν' η πείνα, και εις κτίριο μέσα στερεό τα πρόβατα ν' αρπάξη• όμοιαταις καλοπλέξουδαις κόραις ο Οδυσσέας 135 ολόγυμνος εσίμονεν, ότ' ηύρε αυτόν ανάγκη. τρομακτικός τους φάνηκε φθαρμένος απ' την άρμη, και τρέμοντας εσκόρπισαν ς' τ' ακροθαλάσσια βράχη• μόνη τ' Αλκίνου εστέκονταν η κόρη, ότ' εις το στήθος θάρρος της έβαλ' η Αθηνά, και αφαίρεσε τον φόβο. 140 και αγνάντια στάθη ασάλευτη• και εδίσταζ' ο Οδυσσέας, δεόμενος της κορασιάς τα γόνατατ' αν θα πιάση, ή από μακρυά θα δεηθή με λόγια μελωμένα, την πόλι να του δείξη αυτή κ' ένδυμα να του δώση. και τούτο συμφερώτερο του εφάνη, με τα λόγια 145 τα μελωμέν' από μακρυά να δεηθή, μην ίσως, αν πιάση αυτής τα γόνατα, βαρυφανή της κόρης. κ' ευθύς λόγον επρόφερε σοφόν και μελωμένον•

ΛΗΡ Από τον τάφον διατί με θέλετε να έβγω!... Ψυχή μέσ' 'ς τον παράδεισον συ είσαι... κ' εγώ είμαι εις ένα πύρινον τροχόν δεμένος, και με καίουν ωσάν λυωμένον μέταλλον τα δάκρυα που χύνω! ΚΟΡΔ. Μ' αναγνωρίζεις; ΛΗΡ Είσαι συ ψυχή. Εγώ το 'ξεύρω. Πότε απέθανες και συ; ΚΟΡΔ. Ακόμη συγχυσμένα, ακόμη! ΙΑΤΡΟΣ Δεν εξύπνησεν όλως διόλου. Έλα, να ησυχάση άφες τον.

Αυτού, τα χρυσά έπη Εμψύχωνες εκείνον, Δι’ ου τα νέφη εσχίσθησαν Και των άστρων εφάνηκεν Η αρμονία. Ω κατοικία Ζεφύρων, Όταν αλλού του ηλίου Καίουν τα βουνά η ακτίνες, Ή τον χειμώνα η νύκτα Κόπτη τας βρύσεις· Εσύ ανθηρόν το στήθος σου, Φαιδρόν τον ουρανόν Έχεις, και από τα δένδρα σου Πολλή πάντοτε κρέμεται Καρποφορία.

Την ίδιαν την κατάραν εάν σε πάρη ο θυμός, θα δώσης κ' εις εμένα. ΛΗΡ Όχι· κατάραν μου εσύ, Ρεγάνη, δεν θα λάβης. Εσένα η ευαίσθητη καρδιά σου δεν σ' αφίνει να πέσηςτην σκληρότητα. Τα 'μάτια της εκείνης είν' άγρια· παρηγορούν, δεν καίουν τα 'δικά σου.

Λέξη Της Ημέρας

υδραργύρου

Άλλοι Ψάχνουν