United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την ερχομένην ταχυνήν, ο βεζύρης και οι άλλοι αφεντάδες εφέρθηκαν εις το παλάτι της βασιλοπούλας· αυτοί ερώτησαν τον βασιλέα αν έμεινε βεβαιωμένος διά τα όσα ήθελε να μάθη. Ναι, τους είπεν ο βασιλεύς, έκαμα εκείνο που κάνει χρεία· είδα τον ίδιον μέγαν προφήτην, και με αυτόν εσυνωμίλησα· αυτός είναι νυμφίος της θυγατρός μου· και δεν είναι αλήθεια μεγαλυτέρα από τούτην.

Ο βεζύρης ωμίλησε πρώτος και είπεν, ότι ετούτη η αμφίβολος υπανδρεία ημπορούσε να είνε αληθινή, αγκαλά και φαίνεται μυθώδης, επειδή και ο προφήτης ημπορεί να κάμη ό,τι θέλει· οι άλλοι αφεντάδες διά να ευχαριστήσουν τον βεζύρην, του εβεβαίωναν την γνώμην.

Ένας από αυτούς γνωρίζοντάς με διά ξένον μου απεκρίθη, ότι εδώ είναι ο τόπος ο διωρισμένος, που οι εθνικοί ενταφιάζουν τους νεκρούς, και καίουν τα κορμιά τους, και οι γυναίκες τους απολαμβάνουν μίαν αθάνατον δόξαν· τώρα απέθανεν ένας από τους πρώτους αφεντάδες της αυλής του βασιλέως, του οποίου το κορμί μέλλει να καυθή εδώ και εις πέντε ώρες με τούτον τον τρόπον που βλέπεις, και η αγαπημένη του και πιστή γυναίκα θέλει κατακαή και αυτή εις τες ίδιες φλόγες που έχουν να φθείρουν το κορμί του ανδρός της.

Βλέπουμε κάθε είδους βοσκούς, ζευγολάτες, κηπουρούς, τρυγητάδες, ναύτες, κουρσάρους, στρατιώτες, νοικοκυραίους από την πολιτεία, δυνατούς αφεντάδες, σκλάβους. — Υπάρχουν ακόμη, είπα, όλοι οι βαθμοί της ανθρώπινης ζωής· από τη γέννηση ίσαμε τα γεράματα· κ' οι διάφορες οικιακές εικόνες, που φέρνουνε μαζί τους οι εποχές του χρόνου, περνούνε μία-μία εμπρός από τα μάτια μας.

Τι να κάμουν; ο τόπος τους δεν έδινε πια ψωμί κ' έπρεπε να το ζητήσουν στα ξένα. Το περίεργο είνε που ό,τι δουλειά έπιαναν στα χέρια τους ήταν πρώτοι και καλήτεροι. Οι αφεντάδες που τους έβλεπαν τόσο προκομμένους έκαναν το θάμμα τους. — Τι διάβολο! τους έλεγαν τόσο καλοί δουλευτάδες και να πεινάτε στον τόπο σας!

Δουλεύει, δουλεύει εκεί μέσα με το κορμί του, με το νου του, με τη ψυχή του δουλεύει. Αν οι αφεντάδες του όλοι είτανε Χαφούσηδες, ένας ένας τους θα ξεκάμνανε χτήματα και χωράφια, και θα γυρίζανε στης Ανατολής τα μαύρα τα βάθια. Όλοι τους όμως δεν είναι Χαφούσηδες· τους ίδαμε στην απάνω την Αγορά. Ως τόσο ο πατριώτης μας όλο δουλεύει, όλο νοικοκυρεύεται.

Οι Τούρκοι! ξεφωνίζει ο Φώτης. Μετά το Μανώλη, κι άλλοι με τα ίδια τα μαντάτα, ύστερ' άλλοι, ώσπου γέμισε το Καπελιό δουλευτάδες, αφεντάδες, γέρους, παιδιάως και γυναίκες και κορίτσια κατέβηκαν. Βούηζε πάλε σε μισή στιγμή το χωριό. Στερνοί στερνοί κατεβήκανε κι ο Μιχάλης με το Δημήτρη. — Ξέρει ο Γιάνης; ρωτάει ο Δημήτρης τον άνθρωπό του. Τρέξε να του τα πης.

Τότε έκραξε τον βεζύρην του, και τους αφεντάδες που είχαν έλθη μαζί του, οι οποίοι έτρεξαν ευθύς εις το πρόσταγμά του. Και βλέποντάς τον συγχισμένον, τον ερώτησεν ο βεζύρης το τι του εσυνέβη. Ο βασιλεύς εδιηγήθη τα όσα ήκουσεν από την θυγατέρα του και τους ερώτησε τι καταλαμβάνουν διά εκείνο το συμβεβηκός.

Οι πρέσβεις βλέποντες πως εις το χέρι του δεν εστέκονταν αυτή η υπόθεσις, εζήτησαν να ομιλήσουν με την θυγατέρα του, και βλέποντάς την που με κανένα τρόπον δεν ήθελε να κλίνη εις υπανδρείαν, ανεχώρησαν πολλά περίλυποι, με τον να μην ημπόρεσαν να επιτύχουν εκείνο, που οι αφεντάδες τους τούς επρόσταξαν.

Ξέρεις τ' ήταν μια φορά οι Θεομίσητοι στους Ευμορφόπουλους; Κοπέλια τους· ναι! και κάτι χειρότερ' από κοπέλια τους. — Μα μην κυττάς τ' ήταν μια φορά, του απαντούσε με χαμόγελο εκείνη· κύττα τώρα που είνε αφεντάδες. — Αφεντάδες! αφεντάδες; φώναζε ερεθισμένος εκείνος· τέτοιους αφεντάδες εγώ τους γράφω στην πατούσα μου. Ψε! αφεντάδες!