United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Δημήτρης περιέφερε το βλέμμα πέριξ θολόν χωρίς να διακρίνη τι κ' αίφνης ετράπη φεύγων διά της αγοράς ταχέως, ίνα μη ίδη και ακούση τα σαρκαστικά βλέμματα και τας ύβρεις των χωρικών. . . Η απελπισία του Δημήτρη δεν είχε πλέον όρια.

Καλώτατος άνθρωπος, Μαριώ μου! χρυσός άνθρωπος! Αύριο ευθύς θα παραγγείλω μία λαμπάδα, ίσα με μπόι του, να την πάωτον άι Δημήτρη. — Καλά όλ' αυτά, . . μα πώς σούδωσε τα χρήματα; γιατί σου τάδωσε; — Ξέρω κ εγώ γιατί; έτσι θέλησε.

Χα, χα! χα! εφώνησε· μη θαρρής πως τάκλεψα; Μου τάδωσαν, ματάκια μου, μου τα . . . δωσαν, . . . μου τα χάρισαν! — Σου τα χάρισαν; Ποιος σου τα χάρισε; Ποιος χαρίζει σήμερατην 'Αθήνα σακκούλια τάλλαρα; . . . Δημήτρη! — Έλα, έλα . . . μην ήσαι τρελλή. Μου τα χάρισε ο κυρ Αγησίλαος. — Σου τα χάρισε ο κυρ Αγησίλαος; . . — Πού ο θεός να μου κόβη χρόνια να του δίνη μέραις!

Βρέθηκε ο Μανώλης, ο πιστός ο δουλευτής του Δημήτρη, του αψή, του πεισματάρη κι ανάποδου, του χολερικού αδερφού του Μιχάλη.

Θα είχε πιαστή ο ήλιος· δεν είν' έτσι, καπετάν Δημήτρη; είπεν ο Σμυρνιός. — Πρέπει. Κατέχω κεγώ; απήντησεν ο Καπετάνιος. Εντεύθεν λαβόντες αφορμήν, ωμίλησαν και περί άλλων τοιούτων φυσικών φαινομένων και του μεγάλου σεισμού, όστις προ ολίγων ετών είχε κατερειπώσει το Ηράκλειον.

Ο Μανώλης, που του κλάδευε και του μπόλιαζε αμίμητα τις ελιές του, που του ξετρύπωνε περίφημα τους λαγούς του, που και στις εθνικές απάνω τις μάχητες πρώτος μυρίζουνταν και μηνούσε του Κυρ Δημήτρη Τούρκικα κατατόπια, Τούρκικες μπροσκάδες και παραμονέματα και σκοπούς, αυτός και τώρα πήγε και τα πρόφταξε του αφέντη του μ' όλα τα στολίδια και ταποσώσματα που τα κολνούσε ο καθένας δηγώντας τους του γειτόνου του.

Και ο δεκανεύς, πλησιάσας διά βαρέος του βήματος εις το κιβωτίον, έθηκε την χείρα επ' αυτό και ητοιμάζετο να το ανοίξη, ότε ευκίνητος και ταχεία η κομψή θαλαμηπόλος ώρμησεν επίσης προς το κιβώτιον, και την ήκουσα καθημένην επ' αυτού. — Μαρία, . . με γελάς! και μα τον Θεόν . ., — Μα, καϋμένε Δημήτρη, δεν με πιστεύεις, το λοιπόν;

Δεν ξεύρω εγώ. . . . όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά· τόρα είμαστε πλούσιοι, κυρά Μαριώ, το κατάλαβες; και χρειάζεται προσοχή και φρόνηση. — Και ποιος μας ξέρει, Δημήτρη μου; — Ναι, δε σου λέω, . . . απήντησεν εκείνος ξύων την κεφαλήν του, αλλά πού ξεύρεις; ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια, . . και πολλά μάτια. Καλλίτερα έτσι. Α! σβύσε τώρα το φως να πλαγιάσωμε, και αύριο τα λέμε.

Πλησίον του Δημήτρη όμιλος εργατών, συμφωνήσας ητοιμάζετο ν' ακολουθήση τον κτηματίαν Δρόσον. — Μωρέ παιδιά, θέλουμε κι' άλλον ένα να το σώσωμε, είπεν ούτος προς τους εργάτας· δεν έχετε κανένα παιδί ακόμη; — Όσκε· δέκα ειμάστενε. Ο Δρόσος παρετήρησε τον Δημήτρην. — Ε, Δημήτρη· είπε, στρέφων την χείρα και καμμύων τον ένα οφθαλμόν ερωτηματικώς· πώς! μονάχος εσύ; — Μονάχος.

Κουνούσε η γριά το μαγουληκωμένο κεφάλι της σα ν' αγνάντευε μεγάλες συφορές ομπροστά της. Δεν ξεστόμισε τίποτις όμως, παρά τούβαλε του Δημήτρη να φάη. Νίφτηκε ο Δημήτρης, και κάθισε κ' έφαγε. — Εγώ θα πάω τώρα στου Γιάννη, λέει η γριά. Είνε λέει απαρηγόρητος ο βαριόμοιρος. Και βράζουν λέει οι γαμπροί του από καράζι.