United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο άνδρας, 'που κρυφόσμιγε μ' αυτήν, της απαντούσε 430 «δεν έρχεσαι κατόπι μας οπίσωτην πατρίδα, να ιδής και το παλάτι σου, να ιδής και τους γονείς σου; ότ' είναι ακόματην ζωή, και υπέρπλουτοι λογιούνται». Τότε η γυναίκα ωμίλησεν, απάντησέ του κ' είπε• «και αυτό θα γείνη, αν θέλετε να μου ορκισθήτε, ω ναύταις. 435 άβλαπτην να με φέρετε οπίσω ς' την πατρίδα».

Όταν κανείς μεγάλος τονέ ρωτούσε, αν είναι αλήθεια πως έχει αρρεβωνιαστικιά, ο Σβεν απαντούσε «ναι» απερίφραστα κ' έτρεχε αμέσως κ' έπαιζε μαζί της, σα να ήθελε να ρωτήση μ' αυτό τον κόσμο, αν δεν είναι αλήθεια ωραία και χαριτωμένη, σα μια πραγματική αρρεβωνιαστικιά. Ναι, γενικά ο τρόπος του Σβεν είτανε τέτοιος, ώστε πάψανε ναστειεύουνται μαζί του· κι αυτά ταδέρφια ακόμα τον αφήσανε πια ήσυχο.

Εκείνου τότε ο μαχητής Μενέλαος απαντούσε• «Να σε κρατήσω εδώ πολύ, Τηλέμαχε, δεν θέλω, αν την πατρίδα σου ποθείς• τον άνδρα κατακρίνω εκείνον, οπού περισσήτους ξένους έχει αγάπη, 70 ή μίσος έχει περισσό• καλ' είναιόλα η τάξι. κακό να λες του ξένου σου να φύγη, αν δεν το θέλη• πάλι κακό να τον κρατής, να φύγη αν έχη βία. τον ξένον, 'πώχεις, ν' αγαπάς, και, αν θέλη, απόπεμπέ τον. μείνε συ μόνον ως να ιδής 'ς τ' αμάξι εγώ να θέσω 75 τα ωραία δώρα και να ειπώ των γυναικώντο σπίτι μ' αυτά, 'που ευρίσκοντ' άφθονα, τραπέζι να ετοιμάσουν• δόξα και λάμψι και όφελος απολαμβάνει ο ξένος, αν γευματίση πριν εβγήαπέραντο ταξείδι. και, αντην Ελλάδα βούλεσαι και 'ς τ' Άργος μέσα νά 'βγης, 80 ειπέ το, να μ' έχης σιμά και να σου ζέψω αμάξι, κ' εγώ σου γίνομαι οδηγόςταις χώραις των ανθρώπων• θα ιδής 'που εμάς αδώρητα κανείς δεν θ' αποπέμψη, και η τρίποδα καλόχαλκον ή λέβητα ή ζευγάρι μουλάρια θέλει λάβουμεν ή ολόχρυσο ποτήρι». 85

Ετρεμούλιαζε τα χυμερά της μαστάρια. Ανοιγόκλειε υγρά τα ματόκλαδά της, χάβνα, ηδονικά, λάγνα, λιγωμένα. Εχόρεβε, εχόρεβε, εχόρεβε. Έπαιρνε το πάλκο απάνω από τη μιαν άκρη στην άλλη. Με μικρά, κοντά, γοργά, ρυθμικά, χτυπητά στο πάτωμα πηδηματάκια. Έφτανε στην άκρη· απαντούσε τον τοίχο. Μια έδινε, ξαναμένη πάντα, βεργολυγερή πάντα, γοργή.

Στο τέλος τον πλησίασα… Τζατσί; Τζατσίεπανέλαβε δυο φορές ο Έφις ασθμαίνοντας και με βαριά φωνή, σαν να καλούσε ακόμη το θύμα του «τον φώναξα….. Δεν απαντούσε. Και δεν άντεξα να τον αγγίξω…. Και το έσκασα, και μετά γύρισα πίσω…. Τρεις φορές το έκανα∙ δεν άντεχα όμως να τον αγγίξω. Φοβόμουν…»

Την άλλη την ημέρα ο κυρ Χρήστος βρίσκονταν στο χωριό του και δίκαζε τους πατριώτες του, που έτρεχαν σ' αυτόν να βρουν το δίκιο τους, κι' ο Σπύρος είχε σκαπετήσει το Μέτσοβο κι' όσους απαντούσε στο δρόμο κανέναν δεν γνώριζε, κι' ούτε τον γνώριζαν! Το καρβάνι τραβούσε για την Πόλη, όλο της στερεάς.

Παραλαβών δε μεθ' εαυτού όσους των ιππέων ή εφίππων αξιωματικών απήντησε καθ' οδόν, διευθύνεται προς τους εχθρούς παρακινών και ενθαρρύνων τους Έλληνας, όσους απαντούσε καθ' οδόν, και επιτυγχάνει να τους τρέψη εις φυγήν και να τους βιάση να κλεισθώσιν εις τα πλησιέστερα οχυρώματα.

Ο Έφις απαντούσε με χαμηλωμένα τα μάτια στις ερωτήσεις τους και έπαιρνε με λύπη την ελεημοσύνη.

Κανείς δε συλλογίστηκε τη σκηνή αυτή και πως μπορούσε να του κάμη τόση εντύπωση. Ό,τι όμως έγινε κατόπι δεν το πρόσεξε ο Σβεν. Κι όταν έπειτα τον ρωτούσε κανείς τι είδε στο θέατρο, απαντούσε μόνο: — Είδα το θάνατο. Είταν ένας μεγάλος, ψηλός σκελετός και μπορούσε και μιλούσε. Και κρατούσε ένα δρεπάνι στο χέρι. Αυτήν την ανάμνηση ο Σβεν την έδεσε μαζί με την εικόνα της πομπής του θανάτου.

Του φάνηκε πως μια μυστηριώδης ύπαρξη έπεσε απάνω του, ψαχουλεύοντας τα σωθικά του μ’ ένα μαχαίρι, και πως όλο το αίμα ανάβλυσε από το κατακρεουργημένο σώμα του, πλημμυρίζοντας την ψάθα, βρέχοντάς του τα μαλλιά, το πρόσωπο, τα χέρια. Άρχισε να φωνάζει σα να τον σκότωναν στ’ αλήθεια, αλλά μέσα στη νύχτα μόνο ο ψίθυρος του νερού απαντούσε.