United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σα να πίστευε πως βάδιζε προς κάποια μεγάλη ευτυχία, τόσο έλαμπε η όψη της καθρεφτίζοντας το ζωντανό αίστημα, που έδενε μαζί εκείνο που υπήρξε με κείνο που υπήρχε. Και μου πέρασε στην ψυχή ένα τόσο θλιβερό συναίστημα με την ιδέα πως μπορούσε ναληθέψη η προαίστησή μου, ώστε μου ήταν αδύνατο να κρατήσω τους στοχασμούς μου. — Είσαι βέβαιη πως θα είναι, όπως το περιμένεις; ρώτησα.

Οι δυο μας άνθρωποι του άλλου κόσμου διασκεδάζανε κοιτάζοντάς τα: οι αμάδες τους ήτανε πολύ πλατιές και στρογγυλές, κίτρινες, κόκκινες, πράσινες, και λαμποκοπούσαν εξαιρετικά. Τους ήρθε επιθυμία να μάσουνε μερικές· ήτανε μάλαμμα, σμαράγδια, ρουμπίνια, που το μικρότερό τους θα μπορούσε νάναι το μεγαλύτερο στόλισμα του θρόνου της Μογγολίας.

Είνε αίμα σας, καθάριο αίμα σας και μη την περιφρονείτε. Μ' εκείνη θα ζήσετε· όχι μ' εμάς τους ξένους. Εκείνος τον ευχαρίστησε για τη συμβουλή μα στάθηκε επιφυλαχτικός. Δεν μπορούσε να του το υποσχεθή. Εχτιμούσε τις γνώσες και τη μεγάλη του πείρα· ακολουθούσε όμως την παροιμία της γενιάς του: Όσα ξέρ' ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρ' ο κόσμος ούλος.

Τρεις μέρες στη βάρκα, και το αίμα να τρέχη, κι όλο να τρέχη! Απέραντη αράδα σταλαματιές, από τα Μοσκοννήσια ως τα Ψαρά! Αχ, και να μπορούσε να τηνε δη αυτή την κόκκινη την αράδα ο Κωσταντίνος, όταν ταξιδεύη καμιά μέρα στο πέλαγό του! Και πλάγιασε ο Παναγής Καλογιάννης, κι έπεσε σε μεγάλο βύθο, κι άρχισε να παραλαλή. Όλη τη νύχτα είτανε στο πόδι οι δικοί του.

Όταν καθότανε κανείς στη μικρότερη βεράντα και κοίταζε τις βελανιδιές και τον ήσυχο κόλπο πέρα από τον κήπο, δεν μπορούσε να μη στοχαστή πως όλα, όσα είτανε χτισμένα και καλλιεργημένα εδώ, θα χανόντανε μια φορά και πως θαρχότανε μια μέρα, που νέοι άνθρωποι θα βρίσκανε κρυμμένο στη γις ό,τι στέγασε τη χαρά και τη λύπη κ' έδωσε τροφή στο σώμα ανθρώπων ξεχασμένων από καιρό.

Κανένας δεν τον λυπήθηκε, κανένας δεν τον έκλαψε και σαν τον θάψανε σαν σκυλί την άλλη μέρα, άνδρες και γυναίκες γελούσαν με τα παράξενα που γίνονται στον κόσμο. Μα τόμορφο κορίτσι δεν μπορούσε να βαστάξη την καταφρόνια, που της έκανε η αγάπη ενός σκιάχτρου. Δεν μπορούσε να χωρέση ο νους της πως μέσα σε τόσα κορίτσια, όμορφα και άσχημα, διάλεξε αυτήνε να την αγαπήση.

Να του πης του Τραμπούκου που κάθετ' έξω από το Καφενείο και κοιτάζει λεβέντικα την άκρη του παπουτσιού του, — να του πης πως όσον καιρό χάνει μελετώντας τρόπους να κρυφοαρπάζη φτωχικά ψυχουλάκια από το Κοινό, μπορούσε τίμια δουλεύοντας να μαλαματώση την τρομερή του κουμπούρα, να μείνη κάτι και για τη χώρα που τον έθρεψε, και που αυτός ακόμα τηνε βυζάνει, αν του τα πης αυτά, θα θαρρέψη πως θέλεις να γίνης εσύ αντίς του λόγου του κλέφτης του τόπου, κ' ίσως και σε σκοτώση, φανερά ή κρυφά.

Κι' όμως υπήρχαν και καμπόσες στριγλόγριες, που έλεγαν ότι ο Τασιούλας τάχα δεν είχε φύγει αντήμερα του Άη-Γεωργιού, αλλ' αντήμερα του Θωμά, δέκα μέρες πρωτύτερα και το παιδί μπορούσε να μην είναι του Τασιούλα, γιατί καμμιά φορά οι γυναίκες γεννούν δύο-τρεις μέρες πρωτύτερα από τους εννιά μήνες... Η μάννα, με την καρδιά βαλαντωμένη από τον πόνο άρχισε να λέη στο παιδί της: — .... Παιδί μου!

Το Γιάννη Μπουκουβάλα Γυμνό βαστώντας το σπαθί σαν νάφτανε τρεχάτος Ψηλ' από το Κεράσοβο. Σιμά του ο Μητρομάρας. Εφάνηκε ύστερα ο Σταθάς, θολός, ανταριασμένος, Θαλασσοπούλι πώσταζεν αφρούς απ' την Κασσάνδρα. Ο Ζήδρος ο ανήμερος. Ο Θύμιος ο Βλαχάβας, Πούχε παράπονο κρυφό γιατ' ήτον πεθαμένος Και δεν μπορούσε μια φορά να μαρτυρήση ακόμα Για τώνειρό του το γλυκό. Ο Βλαχαρμάτας Βέργος.

Κάθε τι, που ενδιαφερότανε και εσκέπτετο, ήταν συνειθησμένη, να το μοιράζεται μαζί του και η απομάκρηνσή του απειλούσε να ανοίξη ένα χάσμα που θα ήταν αδύνατο ν' αναπληρωθή. Ω, αν μπορούσε στη στιγμή να τον κάνη αδελφό της! πόσο ευτυχισμένη θα ήτανε! Αν μπορούσε να τον παντρέψη με μία από τις φίλες της, αν μπορούσε να ελπίζη ν' αποκαταστήση εντελώς πάλι τη σχέση του προς τον Αλβέρτο!