United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' οι θεογέννητοι αρχηγοί γοργά, κι' ο γιος τ' Ατρέα, 445 τους λόχους τους παράταζαν, κι' η Αθήνα μαζί τους με την αγέραστη άλιωτη τη μυριοπλούσια ασπίδα, που ως εκατό της κρέμουνταν μαλαματένια κρόσα καλοπλεμένα, ως εκατό βοδιώνε το καθένα, μ' αφτή στα χέρια αστραφτερή τ' ασκέρι δρασκελούσε 450 και γκάρδιωνε τους Αχαιούς στον πόλεμο να πάνε μες στην ψυχή αναστύλωσε του καθενός το θάρρος, που έτσι χωρίς αποκοπή να πολεμάν και σφάζουν· κι' άξαφνα πιο γλυκιά ολωνών τους ήρθε τότε η μάχη παρά να παν στην ποθητή πατρίδα με τα πλοία.

Βότανα , χόρτα κατέχοντα ιαματικάς ιδιότητας, όθεν και το δημώδες. Τα βότανα της γης γιατρεύουνε τα πάθη. » Την άγρια την αψάδα. » σ. 219 Αψάδα , κυρίως επί δριμέων υγρών, μεταφορικώς δε σημαίνει θυμόν. Αψής θυμοειδής. Συνηθέστατον επί ίππων. » Το διάνεμα γοργά γοργά. » σ. 219 Διάνεμα , σκιά φεύγουσα ταχέως, αστραπηδόν. » Αναλαμπαίς και δόξαις. » σ. 220

Τότε απαντάει ο Βρύπυλος, ο λαβωμένος άντρας «Όχι, άρχοντά μου Πάτροκλε, ολπίδα πια οι Αργίτες δεν έχουν, μον μες στα γοργά θα πέσουνε καράβια· γιατί όλοι εκείνοι, όσοι είταν πριν οι πιο καλοί μας, όλοι 825 σακατεμένοι κοίτουνται στα πλοία από κοντάρι ή σπάθα οχτρών, και πάντα αφτών πληθαίνει η δύναμη τους.

Χορεύουν και χορεύουν ως που ξαπλώνονται στον άμμο αναίσθητα κορμιά. Πάγανα τόρα οι μαύροι δαίμονες! Τότε αφίνει τον κρυψώνα του το βασιλόπουλο· κυτάζει άφοβα τους αράπηδες, χαμογελά και οικτείρει την κατάστασί τους. Δεν χάνει καιρό, δένει τους καλά, με βαρυές αλυσίδες τους φορτώνει, σαβούρα ρίχνει στη μπρατσέρα· φθάνει γοργά στο Λιβόρνο.

Κι ο ίσκιος σου, ακριβέ, ω ας μην κακιώση αν ένας φίλος με ματιά θολή σου τραγουδεί: Πιο ευτυχισμένοι είν' όσοι γοργά τους κράξαν πλάι τους οι θεοί, και από το πέρασμά τους εδώ κάτου πήραν μόνο το φως και τη χαρά του!

Γοργά » Τ' άλογα χλιμηντρίζουν » Κι' αγρεύουνε ταις χαίταις των, » Που λες κ' έρχεται κύμα.» « Μπροστά, μπροστά ερχόντανε » Ολόμαυρη πεζούρα· » Τσιάμιδες Γκένγκαι, Αλβανοί » Τότσκιδες, Σκοδριάνοι. » Παρά κοντά τους ιππικό » Αμέτρητο. Στο χάνι » Φθάνουν σιμά και ρίχνονται, » Φωνάζουν Γιούρρα!! . Γιούρρα!!

Τι κουτοκουβεντιάζεις, ωρ' αγριόγιδο; . . . Δεν πρόφτακε να πη άλλο, κ' εμείς όλοι σκάσαμε τα γέλοια δυνατά. Τούτο τον πείραξε το γιδοβοσκό, κοκκίνησε 'ςτό πρόσωπο από ντροπή, δεν ξαναγέλασε, μας κύτταξε αραδαριά όλους γοργά γοργά και λέγοντας: — Ωρέ, σεις με περιγελάτε! έκαμε τρεχάλα τον κατήφορο πηδώντας σαν το κατσίκι.

Νάναιτο μνήμα μου κεροδοσά μου, Πρωτοπαλλήκαρατην ερημιά.» »Κ' όταν, Λαμπέτη μου, με χωματίσης Έβγατο Τρίκορφο γοργά, γοργά Να πης πως σ' έστειλα να πολεμήσης Πες χαιρετίσματατην κλεφτουριά.» »Εχτές επιάστηκε κ' εκεί τουφέκιτον ύπνο μου άκουσα το βογγητό Εγώ αποσβύστηκα κι' αστροπελέκι Λαμπέτη, μώμεινες εσύ στερνό

Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε κι' εφτύς ξυπνάει τον κράχτη. Τ' άλογα τότες ο Έρμης τους ζέβει και μουλάρια, 690 και μόνος του ίσα τα χτυπάει κατά τον κάμπο πέρα γοργά γοργά, χωρίς ψυχή να νιώσει πως περνούσαν.

Και στα όνειρά μου θάρχεσαι να ευφραίνης την ψυχή μου, γιατί κι' αυτό ευχαριστεί, στον ύπνο σου να βλέπης έστω και λίγο, μια στιγμή, εκείνον που αγαπούσες. Μ' αν είχα κ' εγώ χάρισμα, φωνή σαν του Ορφέως, την Περσεφόνην να μπορώ κ' εγώ να συγκινήσω ή και τον Πλούτωνα, γοργά θα έτρεχα στον Άδη και ούτε τον ψυχοπομπόν θα τρόμαζα, μα ούτε ο Κέρβερος θα μ' έκανε στον κόσμο να γυρίσω χωρίς εσένα.