United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα φλωροκαπνισμένα μας τάρματα κρεμασμένα 'Στού Παρνασσού, 'ςτού Όλυμπου, 'ςτού Πίνδου τα πρινάρια Σκουριάζουν τώραταις βροχαίς, και μόνο ανάρηαανάρηα Κανένα αναταράζεται ξυπνάειτον Ψηλορείτη! Άκου .... και τώρα εβρόντησε. Για σου, καϋμένη Κρήτη!

Χαράτον όπουαγκαλιαίς δροσολογιέται τέτοιαις, Χαράτον που μ' αθάνατα τέτοια φιλιά κοιμάται!... — Βάρε, Στρατή, τα πρόβατα κι' ανέβαστατη ράχη. Και μη σουράς παράωρα, μη τραγουδάς τη νύχτα, Γιατί ξυπνάει ο Δράκονταςτης ποταμιάς τα δέντρα, Ξυπνάει της βρύσης το Στοιχειό και του βουνού η Νεράιδα, Και της σπηλιάς η Μάγισσα κ' έρχονται και μας πνίγουν.

Που στάζει κάθε αχτίδα σου μες την καρδιά άγιο μύρο, Κι' αν φέρνη σούρπωμα στη γη και στα ματάκια υπνίλα, Όμως στα βάθια τ' άγνωρα ξυπνάει και ζωντανεύει Όλα τα μάγια τα κρυφά της μεστωμένης νιότης, Όλους τους πόθους, τους καϊμούς, τους πόνους, την αγάπη. Κ' εγώ αγαπάω· συ μοναχά και τα πουλιά του λόγγου Ξέρετε την αγάπη μου σ' όλην αυτήν την Πλάση.

Βλέπει τον Ιησού Χριστό και βαστάει τον ίδιο το σταυρό, και του παραγγέλνει αυτό να είναι η σημαία του τώρα κι ομπρός, αυτό ο σύμμαχός του, επειδή θα τον προφυλάγη από εχτρούς και θα τονέ δοξάζη. Ξυπνάει ο Κωσταντίνος ταποταχύ και δηγάται το παράξενο αυτό όνειρο.

Μέσατα φύλλα τα πυκνά, Αρχίνησε γλυκά, γλυκά. Κι' αρμονικά να ψάλλη. 'Σ το λάλημα του αηδονιού Ξυπνάει λαχταρισμένη Η κόρη. Γύρω, 'ςτά κλαδιά, Κυτάει, και μες απ' την καρδιά Έν «Αχ!..» βαρύ της βγαίνει. « Αχ!.. Τι τρομάρα 'φώναξε » Τι όνειρο που είδα!... «'Σ τη βρύσι πήγαινα νερό » Να πάρω 'λίγο, δροσερό· » Και 'πήγαινα μ' ελπίδα»

Χαρά στην νια την ώμορφη, που την καρδιά θ' ανοίξη Και με το κρύο το μάρμαρο τα χείλη της θα σμίξη! Ένα πουλάκι λάλησετης ποταμιάς τα δέντρα, Ένα πουλάκι οπού λαλεί τον Μάη με την αυγούλα Κι' οπού ξυπνάει τους πιστικούς, ξυπνάει τους καρβανάρους, 'Τούς καρβανάρους στ' άλογα, τους πιστικούς στα γίδια. Εξύπνησ' έναν γέροντα, γέροντα καρβανάρον, Που κόνευε στην ποταμιά παράμερα του δρόμου.

Έτσι είπε, κι' ο αργοφονιάς τον άκουσε αγωγιάτης, κι' εφτύς στα πόδια αμπόδεσε τα διο όμορφα σαντάλια, 340 χρυσά κι' αιώνια, που μαζί με τ' αγεριού το χνώτο παντού ως στην άκρη και στεριάς τον πάνε και πελάγου. Έπειτα πήρε το ραβδί π' αθρώπωνόσους θέλειμαγέβει μάτια, ή και ξυπνάει πάλε άλλους κοιμισμένους.

Ήτον καλοκαίρι, θερτής μήνας, που 'νε μια χαρά να κοιμάται κανένας όξω. Αλλά πού να βρω ύπνο 'γώ. Όχι γιατ' είχα κοντά μου προσάναμμα. Ο Θεός μάρτυράς μου. Η δασκάλα κοιμώνταν πολύ μακριά, στην άκρη άκρη, πίσω από το νιο τ' αντρόγυνο. Αλλά γιατ' όταν έτσι τυχαίνει να ξενυχτίζω στην οξοχή, η όψη, η θεά της ξυπνάει κάποιο αίσθημα κρυφό κι άγνωρο μέσα μου, που δε μπορώ να το λαρώσω.

Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε κι' εφτύς ξυπνάει τον κράχτη. Τ' άλογα τότες ο Έρμης τους ζέβει και μουλάρια, 690 και μόνος του ίσα τα χτυπάει κατά τον κάμπο πέρα γοργά γοργά, χωρίς ψυχή να νιώσει πως περνούσαν.

Ήτον καλοκαίρι, θερτής μήνας, που 'νε μια χαρά να κοιμάται κανένας όξω. Αλλά πού να βρω ύπνο 'γω. Όχι γιατ' είχα κοντά μου προσάναμμα. Ο Θεός μάρτυράς μου. Η δασκάλα κοιμώνταν πολύ μακριά, στην άκρη άκρη, πίσω από το νιο τ' αντρόγυνο. Αλλά γιατ' όταν έτσι τυχαίνει να ξενυχτίζω στην οξοχή, η όψη, η θέα της ξυπνάει κάποιο αίσθημα κρυφό κι άγνωρο μέσα μου, που δε μπορώ να το λαρώσω.