United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, και μέσα τούσταξε παλικαρήσο θάρρος, κι' έπειτα αθάνατο νερό μες στο νεκρόνε στάζει απ' τα ρουθούνια, π' άλιωτες οι σάρκες του να μείνουν. Κι' εκείνος πήρε το γιαλό άκρη άκρη, ο Αχιλέας, 40 φριχτά αλυχτώντας σήκωσε των Αχαιών τ' ασκέρι.

ΑΜΛΕΤΟΣ Σύρ', ερωτάς με γλώσσαν 'πού φαρμάκι στάζει. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αμλέτε, τι' ναι τούτα; ΑΜΛΕΤΟΣ Ειπέ μου συ τι τρέχει. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Μ' ελησμόνησες; ΑΜΛΕΤΟΣ Όχι, μα το Τίμιο Ξύλο· η βασίλισσα είσαι, και η γυναίκ' ακόμη του ανδραδέλφου σου· αλλ' όμωςοπού να μην ήταν! — είσαι η μητέρα μου. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Λοιπόν άλλους θα βάλω να ήναι ικανοί να σου ομιλούν.

Και μια ουράνια χαρά ήτανε χυμένη στο πρόσωπό του κ' ένα φως χρυσογάλαζο έλουζε τα βασιλεμένα μάτια του. Και καθώς μιλούσε έπιασε σφικτά το χέρι της αδερφούλας του και της είπε: — Έλα τώρα να σου πω μυστικά, πού πάει μονάχος μες στη γαλάζια σιγαλιά ο Αυγερινός, και τι μας στάζει στην καρδιά μας ο Αποσπερίτης κ' είναι γλυκό σαν μέλι.

Κι άσκημα το είπα πως μας χτυπά, πως μας κατηγορεί. Τα λέει ξεναντίας ήσυχα, σοβαρά, τα λέει τόσο γλυκά που μόλις το νοιώθεις· είναι τα λόγια του σα μέλι, μα ίσως και σα φαρμάκι που στάζει στάζει και που σου γιόμισε άξαφνα το ποτήρι, δίχως να το καταλάβης. Ας αντιγράψουμε λοιπόν έναν παράγραφο του άρθρου, για να μείνη κι αφτός «ως αιώνιον μαρτύριον της αμφιβόλου φιλοπατρίας» του. . . κ.

Μέρες και μήνες θα ιδής τον ήλιο ν' ανατέλλη και ολοένα θα κυνηγάς το κάθε του φανέρωμα. Βουνά και κάμπους θα περάσης, βράχους και γκρεμνά. Και σαν ιδής τον ήλιο να βγαίνη στεφανωμένος με τριαντάφυλλα, εκεί θα σταματησης. Απάνω σένα βουναλάκι, που θα ιδής να πρασινίζουν δάφνες και μυρτιές, θα ξανοίξης μια βρύσι μαρμαρένια. Το νερό στάζει απ' τη μαρμαρένια βρύσι σαν δάκρυο.

Και πάλι τη ρωτούσε ο Πέτρος : — Τι στάζει στην καρδιά μας ο Αποσπερίτης κ' είναι γλυκό σαν μέλι; Κ' η Μαρία του αποκρινότανε: — Αλλοίμονο! Τα μάτια μας δεν φθάνουνε να ιδούνε. Ο Πέτρος λυπότανε βαθιά, που δεν ήξερε όλα ταπόκρυφα της ομορφιάς του κόσμου. Και ρωτούσε πάλι την αδερφούλα του καρφώνοντας τα βασιλεμένα μάτια προς τα Μαλλιά της Βερενίκης. — Για πες μου, καλή μου αδερφούλα.

Ο παστός του χοίρου στάζει, σβύν' ανάβει τη φωτιά. Α! και πήρε να χαράζη, πιάστε την, μωρέ παιδιά, την Γρηά, τη Γρηά! Πριν ο πετεινός λαλήση, α! να μπούμε ς' τα χωριά! Γέρω-Σκάλικο! να μας ζήση, σε καλό μας, βρε παιδιά, η Γρηά, η Γρηά! Μερικά πράγματα αληθώς είνε αλλόκοτα. Αν ήτο άλλος, βεβαίως θα παρεφρόνει.

Κοίταξε μάτια γλυκά και δακριοβρεμένα, κοίταξε φρύδια πλατιά και κατάμαυρα, χείλη νόστιμα και ψιλά. Απ' όλο το πρόσωπό της στάζει η γλύκα της ομορφιάς, κ' η πίκρα του πόνου, της φτώχειας, της άδικης όμως φτώχειας, της φτώχειας που παίρνει το θύμα της από το μιντέρι και το τινάζει στην έρημη τη ψάθα. Και καθώς ξεκινάει, απλώνει το χέρι της η αρχόντισσα και της βάζει κάτι στο χέρι.

Σιγά-σιγά και θα μάθεις.,, Ορίστε κύτταξέ με μένα.,, Βούτηξε ολόκληρη τη φανέλλα μέσα στον κουβά και την έβγαλε σε λίγο φουσκωμένη και να στάζει. Την έτριψε καλά με σαπούνι από το ένα μέρος, την βούτηξε πάλι στο νερό, και την έτριψε και πάλι με σαπούνι από το άλλο μέρος. Ύστερα άρχισε να την πιέζει, να τη μαζεύει, να τη ζουπίζει.

Και μέρες κρεμαστός εκεί για τρόμο να μένη έχει προστάξει ο βασιλιάς· κάθε πιστός αλλάζει εκείθε δρόμο, «προδότη», λέει, «καλά να τα τραβάςΣαν άνομο καθένας το κοιτάζει ως τρέμει στον αέρα το κορμί, και μόνο καμιάς κόρης δάκρυ στάζει: «Κρίμα σε τόση νιότη ευγενική