United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλά! είπε ο Μαρτίνος, να πώς οι άνθρωποι φέρνονται αναμεταξύ τους. — Είναι αλήθεια, είπε ο Αγαθούλης, πως υπάρχει κάτι διαβολικό σ' αυτή την υπόθεση. Ενώ μιλούσε, παρατήρησε κάτι λαμπερό κόκκινο, που κολυμπούσε κοντά στο καράβι τους. Κατεβάσανε τη βάρκα να ιδούνε τι ήτανε· ήταν ένα από τα πρόβατά του, που είχε χάσει άλλα εκατό τέτοια, φορτωμένα χοντρά διαμάντια του Ελδοράδο.

Ήρθε καιρός να του κάμη η καψογυναίκα του τις εννιά του. Παίρνει τον Παπα-Ξυδέα πάλι και παίρνει σπερνά, που έφτιασε, και παίρνει προσφορές και λιβάνια να πα να τόνε διαβάσουν. Πάνε στο κοιμητήρι, διαβαίνουν τα μνημούρια, φτάνουν και στου μαβρο-Λίακα τον τάφο. Τηράνε, τι να ιδούνε! Βλέπουν να κάθεται απάνου στον τάφο του ένα μεγάλο σκυλί σα δαμάλι.

Ο Θεός μόνο να μη του δώση το κακά που είδανε τα μάτια μου. Μαζί να ζήσουν και μαζί να πεθάνουν, να μην ιδούνε χωρισμό τα μάτια τους. Ο Μοναχάκης κατέβαζε τα μάτια του. — Δεν παντρεύομαι εγώ, πατέρα. Εγώ θα γηροκομήσω με το Κυρατσώ. Τώχομε ειπωμένα. Το Κυρατσώ, η μεγαλύτερή του αδελφή, χηρεμμένη από χρόνια, που τον είχε αναστήσει στα χέρια της, τον χάιδευε στην πλάτη.