United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετ' ολίγον νεαρός μοναχός εκόμισε προς τον ξένον ζωμόν νηστήσιμον, τεμάχιον προσφοράς, σύκα και κάρυα και οίνον μαύρον της Σκοπέλου μελιηδέα, άτινα όλα κατεβρόχθισεν ο κυρ-Δημάκης, νήστις και βασανισθείς μίαν όλην ημέραν. — Θ' αρθή λοιπόν βάρκα αύριο!

Και τους κατευώδωσε προς το μέρος της καλύβης, όπου οι δύο συμπόται είχαν σηκωθή έκπληκτοι, μη εννοούντες τι συνέβαινε, και ο Λούκας φανταζόμενος την λίμνην ως θάλασσαν, έλεγε·Κανένα δελφίνι θα έπεσε κοντά στη βάρκα. — Φθάνει να μην είνε κανένα σκυλόψαρο, και σου αφανίση τα κεφολόπ'λα, καρδάσ', είπεν ο Παρρήσης.

«Υποτελή, τι κάνεις εκεί; είπε ο Μόρχολτ. Και γιατί δεν κράτησες την βάρκα σου, όπως εγώ; — Υποτελή, για ποιο λόγο; απάντησε ο Τριστάνος. Ένας από τους δυο μας θα φύγη μονάχος του από δω. Δεν του φτάνει μια βάρκα;». Και οι δύο, ερεθιζόμενοι για τη μάχη με υβριστικά λόγια, ετράβηξαν μέσα στο νησί. Κανείς δεν είδε τη φοβερή μάχη.

Ας ήτον και τώρα να φανή, να πλησιάση μία βάρκα! . . . Η Φραγκογιαννού θα παρεκάλει τους νέους αλιείς, τους πατριώτας της, να την επάρουν μαζύ, μέσ' την βάρκα . . . Και πού θα επήγαινε;. . . Ω, βέβαια στα πέρα χώματα, στα μέρη τ' αντικρυνά, στην μεγάλη στεριά . . . Κ' εκεί τι θα έκαμνε; Ω είχεν ο Θεός, θ' άρχιζ' εκεί νέον βίον!

Ανέπνευσεν ευρυστέρνως. Εκινήθη ως να ήθελε να γυρίση οπίσω λησμονήσας πού επήγαινε. — Κάτι τι σαν σαγανάκι, έλεγε μόνος του έπειτα, μου παρουσιάσθη. Έτσι ενώ και η βάρκα πηγαίνει καλά και ελεύθερα, παρουσιάζεται έξαφνα τα σαγανάκι, ορμητικόν και άτακτον αέρος ρεύμα παροδικόν, και κλίνει η βάρκα αντιθέτως και σύρεται το ιστίον προς τα κάτω και κάμνει η βάρκα ως να θέλη να γυρίση πίσω.

Και πού είν' αυτός ο Γιάννης ο Πανταρώτας; — Με καρτερεί στη βάρκα. — Πώς δεν τον παρουσιάζεις ποτέ; — Ολημέρα στην πιάτσα βρίσκεται· αδειάζει απ' το μεθύσι; — Κ' εμπιστεύεσαι συ, να ταξειδεύης με μέθυσον; — Τον έχω διά τον τύπο, επειδή έτσι το θέλει ο νόμος. Εγώ αξίζω για δυο. Και ο λιμενικός υπάλληλος εφόρει τα γυαλιά του και του έδιδε τα χαρτιά.

Την πήρε από το χέρι ο νιος την ώμορφη την κόρη Και να, σε δαύτη τη σπηλιά, στο μονοπάτι δίπλα, Νυφούλα δίχως γάμου ευκές και βλογητό στεφάνι. Με τα φιλιά την έσυρε με χάιδια ο ψωμοπάτης. Χλόη δροσερή από τα βαρκά, μυρτιές από το ρέμα, Πεύκα του λόγγου ευωδερά, λουλουδιασμένες δάφνες Κι αρείκη του βουνού απαλή και νιόβγαλτο θυμάρι Έκοψε κ' έστρωσε ο βοσκός κ' έγειρ' εκεί την κόρη.

Αλλ' είσαστε, άρχοντες, άνδρες με μεγάλη γνώσι και μπορείτε καλά να κρίνετε αυτά τα θαύματα. Ενίκησε τον Μόρχολτ: να ένα ωραίο ανδραγάθημα. Αλλά με ποιες μαγείες κατώρθωσε, σχεδόν πεθαμμένος, να ταξιδέψη καταμόναχος μέσα στη θάλασσα; Ποιος από μας, άρχοντες, θα μπορούσε να διευθύνη μια βάρκα χωρίς πανιά και χωρίς κουπιά; Οι μάγοι μπορούν μοναχά, καθώς λένε.

Για πού νάχη βάλει ρότα τούτο το πλεούμενο; είπε ο βαρκάρης στο μούτσο του, γυρίζοντας κατά το μπροστινό κουπί, που έλαμνε νυσταγμένα και ανόρεχτα το παιδί, και σιάρισε το δικό του, για να γυρίση τη βάρκα κατά το κουφάρι, που έπλεε τώρα τρεις-τέσσαρες οργυιές ζερβιά τους. — Ποιο πλεούμενο; είπε το παιδί, που δεν έβλεπε τίποτε μπροστά του. Και κράτησε το κουπί για να κυττάξη καλύτερα.

Εφάνη πλέουσα αργά, ερχομένη προς τα εδώ, με τας κώπας· πλην η εμφάνισίς της, αντί να δώση θάρρος εις την κόρην, επέτεινε τον τρόμον της. Αφήκε δευτέραν κραυγήν μεγαλειτέρας αγωνίας. Εν ακαρεί την είδα να βυθίζεται, και να γίνεται άφαντη εις το κύμα. Δεν έπρεπε τότε να διστάσω. Η βάρκα εκείνη απείχεν υπέρ τας είκοσιν οργυιάς, από το μέρος όπου ηγωνία η κόρη, εγώ απείχα μόνον πέντε ή έξ οργυιάς.