United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι γεροπαλεϊκώτεροι, που την ανέβαζαν στου Βενετσάνου τον καιρό, ανατρίχιαζαν κ' εκείνοι ακόμα στάκουσμά της. Εξαφηγιώνταν φριχτά πράματα που σου σήκωναν το πετσί. Μάβρες και σκοτεινές ιστορίες, για ταερικά που κράταγαν στανήλιαστα υπόγειά της. Θαμαστά και παράξενα πράματα, για το φοβερό το στοιχειό που την κατείχε. Όταν εμέθαε ο Λίακας ήταν τ' αξιώτερο παληκάρι που μπορούσε να σταθή στον κόσμο.

Όταν συχνάπυκνά εσυλλογιζόταν τον γαμπρό, έβλεπε πάντα ένα μεστωμένο και γερό παληκάρι χρόνων είκοσι με κατσαρά μαλλιά, μουστάκι μαύρο, βλέμμα ζωηρό, δυνατά μπράτσα και στήθος πλατύ ν' αντιστέκη άφοβα στου πελάγου τη μανία και ν' αλλάζη άκοπα της τύχης τον κατατρεγμό.

Μια και δυο γέρνουν πάλι στο χωριό, και παν στου Παπα-Ξυδέα. Με καρδιοχτύπι και τρομάρα πιάνουν και του μολογούν λαχανιασμένοι: το και το, παπά μου! Παίρνει ο παπάς το θυμιατό και παίρνει το Σταβρωμένο. Περνάει βιαστικά το πετραχήλι στο λαιμό, τον παίρνουν και παν κατά το ξάγναντο στη βάρδια της Δραμαλούς.

Έτσι επήγε στου πεθερού του να έχη και αυτός ενασχόλησι στο κτήμα, πότε με το ένα, πότε με το άλλο, μαζί με τον γυναικάδελφόν του, και απεφάσισε και αυτός να ζήση στην επαρχία για το χ α τ ή ρ ι της αρραβωνιαστικής, που δεν ήθελε τώρα να χωρισθή από τον πατέρα της. — Παιδί μου, Κιαμήλη, του έλεγα, καρπός που κρατεί σφιχτά στο δένδρο του είναι άγουρος ακόμη.

Μα κι' έτσι εγώ όμωςκαι πεζόςδοξάστηκα στη μέση 720 των αμαξιών, τι η Αθηνά μούδωκε αντριά και θάρρος. Κι' έχει ένα Μίνιο ποταμό, που δίπλα της Αρήνας πάει στο γιαλό· με τ' άτια εκεί προσμέναμε να φέξει, κι' άλλοι πίσω πλάκωναν, οι λόχοι των πεζώνε. Σύψυχοι την αβγή από κει με τάξη αραδιασμένοι, 725 κρατώντας τ' άρματα, ήρθαμε ως στου Ρουφιά το ρέμα.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Παρά ποτέ να 'πανδρευθώ τον Πάρην, πρόσταξέ με από αυτήν να κρημνισθώ την κορυφήν του πύργου· ή στων κλεφτών να πλανηθώ τα μονοπάτια 'πέ μου· ή πρόσταξέ με να χωθώ όπου φωληάζουν φίδια· μαζή μ' αρκούδαις δέσε με ‘ς την ίδιαν αλυσίδα, ή κλείσε με μεσάνυκταένα κιβούρι μέσα, γεμάτον κόκκαλα νεκρών που τρίζουν και κτυπιούνται, γεμάτον σκέλεθρα χλωμά κι' ολόγυμνα κρανία· ή πρόσταξέ με να χωθώ εις ανοιγμένον μνήμα, και τύλιξέ με στου νεκρού το σάβανον· ειπέ μου πράγμα, που τρόμος μ' έπιανε και να τ’ ακούσω μόνον, κι' αμέσως χωρίς δισταγμόν ή φόβον θα το κάμω, να μείνω ακηλίδωτη γυναίκα του ανδρός μου.

Θα ξαφνιζόσαστε πολύ περισσότερο, θα συγκινόσαστε περισσότερο και θα γινόσαστε πιο τρελλός από χαρά, είπε ο Αγαθούλης, αν σας έλεγα, πως η δεσποινίς Κυνεγόνδη, η αδερφή σας, που τη θεωρείτε ξεκοιλιασμένη, είναι όλη υγεία! — Πού; — Εδώ κοντά, στου κυρίου Κυβερνήτη του Μπουένος Άυρες κ' ερχόμουν να σας πολεμήσω. Κάθε λέξη που λέγανε σ' αυτή τη συνδιάλεξη, πρόσθετε θαύμα στο θαύμα.

Κι’ αχολογούσε ο φάραγγας, κι’ αχολογούσε ο λάκκος, Από τον άγριο το σκοπό και τους χορούς των χούχλων, Κι’ εκεί οπού περίμενεν η Μάγισσα μ’ αγώνα Να γένη το νερό τυρί της φοβερής οβίρας, Να πιάσουνε τα μαγικά κι’ η παινεμένη Μάρω Να δώση την καρδούλα της στου Γιάννου την αγάπη, Ανάτειλεν ο αυγερινός, λαλήσανε τ’ αρνίθια, Γαλάτιασε η ανατολή, και θάμπωσαν τ’ αστέρια.... Σταμάτησεν η ταραχή, κατάπαψαν οι χούχλοι, Λακκίσανε τα ισκιώματα και φύγαν πηλαλώντας, Ακούστηκαν οι σάλαγοι, και κύπροι, και κουδούνια, Και τα σκυλλογαυγύσματα στα πλάγια και στους λόγγους, Και χάθηκαν τα μαγικά στο βάθος της οβίρας.

Δέντρα πυκνά κι' ανύπαρκτα να καταπρασινίζουν, κι' αντί καρπών να κρέμωνται μετζήτια 'στα κλαδιά, να τα κουνώ σιγά σιγά, οι κλώνοι να λυγίζουν, και να κυλούν τα τάλληρα σε ανοικτή ποδιά. Με άρματα Φαέθοντος να σχίζω τον αιθέρα, ο νους μου να εξίσταται, ν' αλλοφρονή, να φρίττη, και τέλος από τα 'ψηλά να πέσω μια ημέρα σαν ένας αερόλιθος . . . μες 'στου Δρομοκαΐτη.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγε στην άκρη από τον κάμπον Ένα πανέμορφο βουνό, που είναι ψηλό και μέγα, Πώχει χιλιάδες δυο κορφές κι’ αμέτρητες βρυσούλες, Κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε δεντρί και κλέφτη Και στην ψηλότερη κορφή, στου Άγι-Ηλιά τη ράχη, Οπώχει αιώνια σκέπασμα σαράντα πήχες χιόνι, Κένταγε αητό δικέφαλο με δυο χρυσές κορώνες, Που κράταγε στα νύχια του κεφάλι αντρειωμένου .