United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα μυστήρια είνε, πώς να σου πω; κάτι πράγματα και φερσίματα κρυφά, οπού δεν είνε διά να τα βλέπουν ξένα μάτια. — Και αυτήν την δουλειά κάνει ο αφέντης σου; — Ναι. Και μαζεύει και άλλον κόσμον. Έχει μαθητάς. — Πολλούς; — Παραπολλούς. Και αυτοί είνε τα πρώτα ονόματα. Οι πλέον γραμματισμένοι της χώρας. Όλοι οι άρχοντες, όλοι οι πρόκριτοι, όλοι οι λογιώτατοι είνε με το μέρος του.

Αυτό έγινε στα παλιά, έγινε και ξανάγινε κατόπι με τους Βυζαντινούς, το βλέπουμε λίγο και στην εποχή που ιστορούμε. Είταν τότες η Καισάρεια και μεγάλη και πλούσια. Κατοίκους είχε ως τετρακόσες χιλιάδες. Μέσα λοιπό στους κατοίκους εκείνους βρίσκετ' ένας, Δημοστένης τόνομά του, που μαζεύει άξαφνα τους συμπατριώτες του, και βγαίνει να δείξη στήθος του Πέρσου.

Χωρίς να χάση στιγμήν, βγάζει νερό και ποτίζει το αρνάκι. Τρέχει έπειτα και μαζεύει μίαν αγκαλιά τριφύλλια και τρυφερά βλαστάρια. Αλλ' ενώ έβλεπε με χαράν το αρνί να τρώγη, ακούει να της κτυπούν μέσα από την καλύβα. Μία γρηά με ζαρωμένο πρόσωπον εφάνη εις το παράθυρον. — Αι! κοριτσάκι, της φωνάζει, αφού εσυλλογίσθης να ποτίσης το αρνί μου, συλλογίσου κ' εμένα και γέμισέ μου την στάμνα μου.

Ο Αγαθούλης τα μαζεύει, τρέχει στον παιδαγωγό και του τα παρουσιάζει ταπεινά, δίνοντάς του να καταλάβη με σημεία, ότι οι βασιλικές τους υψηλότητες είχανε λησμονήσει το χρυσάφι τους και τα πολύτιμα πετράδια τους. Ο δάσκαλος του χωριού χαμογελώντας τα πέταξε χάμω, παρατήρησε μια στιγμή το πρόσωπο του Αγαθούλη με πολλήν απορία κ' εξακολούθησε το δρόμο του.

Έκαμε λοιπόν ο Αναστάσιος ό,τι θάκαμνε και κάθε δυνατός του προκάτοχος. Έπιασε πρώτα το Λογγίνο, τον καλογέρεψε και τον ξόρισε στην Αλεξάντρεια . Μαζεύει έπειτα στρατό στην Πρωτεύουσα, και προστάζει τον άλλο Λογγίνο, το στρατηγό, να πάρη τους Ισαύρους που υποστήριζε και να φύγη. Τι να κάμουν αυτοί, μαζεύουνται και φεύγουν από την Πόλη. Μόλις όμως κατεβήκανε στην Ασία, και λύσσα τους έπιασε.

Κάθεται πολλή ώρα εκεί και κάτω από το χινοπωριάτικο φως μιλεί με κάποιον, που δεν τον βλέπει κανείς. Λέει του αμαξά, που στέκει κοντά στο μνήμα, να φύγη κι αυτή σκύβει και μαζεύει στο μαντήλι της χώμα από τον τάφο. Έπειτα βγάζει από μια μικρή τσάντα ένα κομάτι μαύρο μεταξωτό παννί, βελόνα, κλωστή και ψαλλίδι. Κόβει το παννί και ράβει ένα μικρό σακκουλάκι.

Το γεμίζει χώμα, κολλά σ' αυτό τα χείλη της κ' έπειτα κλείνει με ραφή το σακκουλάκι. Τη ραφή την κάνει τόσο σφιχτή, που να μην μπορή να φύγη ούτε σπειρί από το χώμα, και στις άκρες στεριώνει ένα κορδόνι. Έπειτα μαζεύει πάλι τα πράματά της και κάθεται πολλή ώρα εκεί με το μαύρο φυλαχτό στο χέρι και συλλογίζεται πως τώρα είναι αφιερωμένη σε κείνον που κοιμάται στο μνήμα.

Πού λευτεριά τώρα να τη λαμπρύνη, πού Τέχνη να τη δοξάση! Αμέτρητα είταν τα χρόνια της ρήμαξης. Έπρεπε Θεά να είναι, για να ζήση στα όρη δίχως δόξα τόσους αιώνες! Μα είτανε Θεά, κ' έζησε. Σα να το προφήτευε πως θα κατέβη πάλι μια μέρα στους πρώτους τους κάμπους. Ήρθε η μέρα, χτύπησε ο χρόνος τ' αναστάσιμο σήμαντρό του, αναγάλλιασε η ξεχασμένη Θεά, και μαζεύει γύρω της τα κλεφτόπουλα.

Αυτά όλα τα μάζευα τότες και τάκρυβα στην καρδιά μου, να τ' ανιστορώ και να τα νοιώθω τώρα που μήτε κείνη πηγαίνει πια στην εκκλησιά, μήτε γω έχω τη δύναμη που μαζεύει λουλούδια της νιότης για την ερημιά που τη λένε γεράματα.

ΒΕΡΑΕίναι ανάγκη να τον γνωρίζη κανείς; Φτάνει ότι είναι ένας ασθενής. Επιθυμεί τίποτε ο κύριος; Όχι, ευχαριστώ. Ο υπηρέτης μαζεύει τα πράματα και φεύγει προς το μέρος του ξενοδοχείου. ΒΕΡΑΓια πού μπάρμπ-Αργύρη; Δε μας χαιρετάς; Καλησπέρα σας. Με συμπαθάτε. Κατεβαίνω ως στο γιαλό. Δε με κολλάει ύπνος απόψε. Δεν ξέρω τι έχω και δε με κολλάει ύπνος. Πάω να καμαρώσω τη θάλασσα με το φεγγάρι.