United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καρδιοχτύπι φοβερό είχε πιάση όλο το Μικρό Χωριό, εξόν της νυφοκόρης, της Κώσταινας, που περίμενε μ' ανυπομονησιά να χτυπήση το σήμαντρο της εκκλησιάς και να πάη το ίσκιωμα μαζύ με το μουλάρι του και με το κυπρί του στ' άφαντα και στα κατακλείδια της γης, όπου έχει το κατοικειό του, αλλά ο σήμαντρος δεν ακούονταν...

Φέτο, οπού δεν είδαμαν εκκλησιά ούτε για φαΐ μας πήγαινε ο νους, ακαρτερώντας την νύχτ' απ' ώραώρα το σήμαντρο και τον κράχτη. Κι' από την αγρύπνια αύτη μας εγένονταν αγγλέουρας το φαΐ μέσα και κάθε χαψιά έπεφτε σαν μολύβι βαριά στο στομάχι μας. Άξαφνα, μέσ' στο φαΐ απάνου, έν απέραντο και δυνατό σημανταριό ανατάραξεν όλην την πόλη μας.

Εβουβαθήκαμαν μονοκοπανιάς όλοι. Λόγος δεν έσκαε τότε στα χείλια μας. Εμείναμε ασάλευτοι κι' ακαρτερούσαμε μήπως ακούσωμεν σήμαντρο πουθενά ή κράχτην.

Ο ουρανός λίγο-λίγο θολόνονταν πλειότερο, άστρο κανένα δεν έφεγγε ψηλά του κι' ο Βοριάς άρχισε να φυσάη πολύ δυνατά. Το Μικρό Χωριό, αφού δείπνησε και &σιλάρωσε& τα ζωοπράμματά του, έκλεισε τες θύρες του και τα παράθυρά του κι' ετοιμάστηκε να κλείση τα μάτια του και να ριχτή στην αγκαλιά του ύπνου, όσο που να βαρέση το πρωινό ο παπάς το σήμαντρο της εκκλησιάς.

Να φύγω σε ξένον τόπο και να πεθάνω λησμονημένος, χωρίς να ξέρη κανένας πούθε είμαι και ποιος είμαι. Θα το είχα πλειότερο παράπονο να είμαι ξένος στον τόπο μου παρά στην Ξενιτειά. «Είχα ξεμακρύνει κι' έφυγα με καρδιά βαρειά, πλειο βαρύτερη από το βουνό, όταν ακούω το σήμαντρο της εκκλησιάς μας να βαρή, και θυμήθηκα πως είχα φέρει τάξιμο μια λαμπάδα για την Παναγιά.

Και το πουλί λες σήμαντρο ψηλά στον όρθρο κράζει· μέσα στον δάσους το ναό γονατιστή η ψυχή σαν παλιό κρίμα μια στιγμή τη θλίψη της τινάζει σε μια άφωνη προς το γλαυκό του απείρου προσευχή. Το μυστικό δε σου ένιωσε κανείς, ψυχή φτωχή· το φάντασμά σου όλοι είδανε μονάχα, είδαν δυο χέρια λευκά, χλομά ν' απλώνονται θαρρείς σε προσευχή προς κάποια απάνω αθώρητα χαμένα αδέρφια αστέρια.

Εις πολύ βάθος κοίτεται το σώμα του πατρός σου^ κοράλια είναι τα κόκκαλα, τα μάτια μαργαρίτες. Κάθε φθαρτό της φύσης του^ μέσα στο κύμα πέρνει ξένη μορφή πολύτιμη, και η κόρες της θαλάσσης απ' ώρα σ' ώρα σήμαντρο βαρούν για τη θανή του. Άκου τες· τώρα τες γροικώ, ντιν, ντον, νεκρά σημαίνουν. Αντιφ. Ντιν, ντον.

Η γριά ξύπνησε την υπηρέτρα και το πιστικούδι και διέταξε ν' ανάψουν τη φωτιά για ν' ανεβή απάνω με την τσιούπρα και να περιμείνουν εκεί ως το δεύτερο το σήμαντρο. Το πιτσικόπουλο πήγε ξύλα από την αυλή, η υπηρέτρα άναψε τη φωτιά, έχοντας ως προσάναμμα τ' αποδαύλια και η γριά άρχισε να φωνάζη της τσιούπρας να ξυπνήση.

Κοντολογία: αυτός ο παπάς είταν το θάμα όλων των χωριών, που είταν γύρα στο Μικρό Χωριό, κι' οι Μικροχωρίτες τον αγαπούσαν πλειότερο, γιατί έλεγε όλα τα γράμματα, που είναι μπροστά από τη λειτουργιά στο δρόμο, από το χωριό του ως το Μικρό Χωριό, κι' άμα χτυπούσε το σήμαντρο, έμπαινε αμέσως στη λειτουργιά.

Είναι ώρα που τα ισκιώματα της νύχτας γκρεμοτσακίζονται και φεύγουν από τον απάνω-κόσμο! Κοντεύει να χαράξη! Κοντεύει να βαρέση ο σήμαντρος! Το Μικρό Χωριό αναλαβαίνει λίγο θάρρος. — Δόξα σοι ο Θεός! Τώρα όπου κι' αν είναι θα βγη ο παπάς και θα βαρέση το σήμαντρο! Λάκκισε το ίσκιωμα! — Κικιρίκουουουουου!.. Λαλούν τα πετείνια δεύτερη φορά.