United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε γίνεται. Είναι αδύνατο να γίνη. Δεν μπορεί να ξυπνήσουμε δεκατρείς. Θα ξυπνήσουμε δώδεκα. Ποιος άραγες, ποιος είναι που δε θα ξυπνήση με τους άλλους; Ποιος; Εγώ που το συλλογίστηκα! Είναι αλήθεια που θα πεθάνω; Προτού φέξη; Τι να κάμω; τι να κάμω, για να γλυτώσω; Ο ίδιος αφτός ο καταραμένος που ήρθε και πέρσι! Ησύχασα! Ο φόβος μου δεν είχε τον τόπο του. Τίποτις δε θα πάθω.

ΒΕΡΑΘα προτιμούσα να μη δώσω τη γνώμη μου, γιατρέ. Είναι λεπτό ζήτημα και .... Δεν ήρθε η ώρα της. Είναι λοιπόν κανένας που προστάζει την ώρα που θα ξυπνήση η αγάπη; Κι' όταν ξυπνήση άξαφνα μέσα σ' ένα κορμί, μπορείς να της πης; «Κοιμήσου, ως που νάρθη η ώραΦΛΕΡΗΣΆφισε τις θεωρίες, γιατρέ. Κάνε μου τη χάρη. Δεν πάμε να καθίσουμε; ΒΕΡΑΑλήθεια.

Θακούση — ω θακούση στα βάθη της πεντάβαθης ψυχής τουτης καρδιάς του της απέραντης αντίλαλο·θακούση, θα τακούση κι ο χρυσός μας ο Λαός τ' Αθάνατο Τραγούδι Του. Θενά ξυπνήση! Και ξυπνώντας από τόνειρο βαθύ, — που δόλια μας τον αποκοίμησαν οι άμωροι, — μες το τρισάγιο απόφωνο του παναρμονίου τραγουδιού θαναγνωρίση τη Λαλιά τουτην ψυχή του Α θ ά ν α τ η. Θαγριέψη, Θα χυμήση,

Μες από τα σπίτια ετοιμάζονταν το Μικρό Χωριό να κοιμηθή, για να ξυπνήση, όταν βαρέση ο σήμαντρος της εκκλησιάς, όξω από τα σπίτια χιόνιζε ακατάπαυστα και γαύγιζαν τα σκυλλιά, κι' απάνω σ' αυτό ένας γλυκός ήχος κυπριού αχολογούσε στο σκοτάδι μελαγχολικάμελαγχολικά «τριγκ.... τριγκ.... τριγκ.... τριγκκκ. »

Μονάχα ο Χρόνος, που περνάει ολημερίς μπροστά του, Έγραψε μέσ' στο μάρμαρο μαζί με τ' όνομά του: »Χαρά στην νια την ώμορφη που η Μοίρα θα της δείξη Το σιδηρόχορτο να βρη, την πόρτ' αυτή ν' ανοίξη. Ν' αγκαλιαστή το μάρμαρο, σιμά του ν' αγρυπνήση Σαράντα δυο μερόνυχτα, γλυκά να το ξυπνήσηΕίνε παλάτι ερημικό κι' απόκλειστο η καρδιά μου, Μαρμαρωμένον βασιλιά βαστάει τον Έρωτά μου.

Και τρομασμένη και βουβή κι ασάλευτη μαζεύουνταν τόρα όλη, σύσσωμη με τα μάτια της ολάνοιχτα προς τη κραυγή έξω που φαίνουνταν πως είχε πλημμυρίση γύρω και ως πέρα την κάμαρα, από ωκεανό φρίκης, θέλησε να γυρίση προς τον άντρα της, να του μιλήση λίγο, να τον ξυπνήση, ν' αναθαρρήση και να πετάξη, σαν ψεύτικο φάντασμα, όλη η αγωνία της.

Τέτοια τραγούδια, θεριστή, πρέπουν στους θεριστάδες· κι όσο για την αγάπη σου, που κατατυραγνά σε, τραγούδα την στη μάννα σου ταχυά μόλις ξυπνήση. Νικία, για τον έρωτα βοτάνι δεν είν' άλλο, μηδέ κανένα γιατρικό παρά τα τραγουδάκια· αυτά αλαφρώνουν τα δεινά και τους καϊμούς γλυκαίνουν, φθάνει να νοιώθης να τα βρης και να τα τραγουδήσης.

ΙΑΤΡΟΣ Να είσαι εις το πλάγι του την ώραν που 'ξυπνήση, Θα είναι ήσυχος. ΚΟΡΔ. Καλά. ΙΑΤΡΟΣ Έλα εδώ, — κοντά του. Τώρα ας παίξη η μουσική. ΚΟΡΔ. Πατέρ' αγαπητέ μου, το ιατρικόν του πάθους σουτα χείλη μου ας ήτον, και βάλσαμον ας έσταζεν από το φίλημά μουτα βάσανα, πού σ' έφεραν αι δύο αδελφαί μου! ΚΕΝΤ Κόρη καλή κι' αγαπητή!

Χυμώ. — Τη νύχτα είναι πιο έφκολο το πράμα, πολύ πιο έφκολο να γίνη, γιατί δεν ακούω τη φωνή της, γιατί δε φαίνεται το πρόσωπό της. — Ψεφτιές πια δε θα μου πη. — Τρέχα, τρέχα εκεί απάνω. — Ποτές να μη γίνη τέτοιο πράμα. Όχι. Μήτε κείνος μήτε κανένας άλλος. Να γλυτώσω. — Γρήγορα, γρήγορα, να μην ξυπνήση. Σφίγγε, Καρλή, δυνατά. Το χέρι μου στο λαιμό της. Σφίξε, να της στραγγουλίσης το λαιμό.

Εγώ εις αυτούς τους ανθρώπους, αν είχα εξουσίαν, θα έθετα φίμωτρον. Έγεινε δύο η ώρα, κι' ο Γούμενος εκοιμάτο κι' ο κόσμος εκρύωνεν. Ο Γιώργης το Μπονακάκι μου προσεφέρθη να υπάγη να ξυπνήση τον Γούμενον. — Όχι, μην τον ξυπνάς. Δεν έχομε θάρρος στον άνθρωπον. Πάμε μέσα, κ' εγώ θ' αρχίσω τον «Πολυέλεον», διά να πάρω την μπόρα . . . δηλαδή διά ν' αναλάβω την ευθύνην.