United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το &φάνισμα& του ξένου τώμαθε το Μικρό Χωριό από τες γυναίκες, που πήγαν στο ποτάμι για νερό, αλλά πάντεχαν, ότι θάχε κανένα γνώριμο στο χωριό, κι' ότι πήγε εκεί, αλλά τα γαυγίσματα των σκυλλιών, «γκάβου.. γκάβου.. γκάβου.. » το ποδοβολητό του μουλαριού «γκρουπ.. γκρουπ.. γκρουπ.. » και το λάλημα του κυπριού «τριγκ.. τριγκ.. τριγκκκ.. » έδωσαν εις το Μικρό Χωριό να καταλάβη, ότι ο ξένος δεν πήγε σε κανένα σπίτι, κι' ότι δεν είχε κανένα γνώριμο στο χωριό.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης υπό Γ. Τσοκοπούλου. Ο θάνατος του Παπαφλέσσα υπό Ιω. Π. Πετρουνάκου. Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος υπό Δ. Ι. Καλογεροπούλου. Ο Λόρδος Βύρων υπό Θεοδ. Γ. Κυπρίου. Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου, υπό Γ. Τσοκοπούλου. Πολιορκία και έξοδος του Μεσολογγίου υπό Ευαγ. Παντελίδου. Αναμνήσεις εκ της εν Μακεδονία επαναστάσεως του 1878, υπό Ιδομενένως Στρατηγοπούλου

Αλλ' εκείνος χάνονταν σαν ίσκιωμα, χωρίς να δώση απάντηση στο ευγενικό προσκάλεσμα, από πίσω του ακολουθούσαν μανιωμένα τα σκυλλιά, γαυγίζοντας «γκάβου.. γκάβου.. » και μοναχά το λάλημα του κυπριού του μουλαριού του ακούονταν θλιβερά στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας «τριγκ.. τριγκ.. τριγκκκ.. »

Η Κώσταινα, επειδής είταν μοναχή της, δεν εδέχονταν ξένους χωρίς γνώρο, αλλ' ακολουθούσε με τ' αυτί το ποδοβολητό του μουλαριού «γκρουπ... γκρουπ... γκρουπ... » και το γλυκό λάλημα του κυπριού «τριγκ.. τριγκ.. τριγκ... » Ο αγνώριστος ξένος δέκα φορές έφερε το Χωριό άνω κάτω. Ξέταξε όλα τα σπίτια ένα-ένα, σα νάθελε να βρη καμμιά εξώθυρα γνώριμη, αλλά έχανε τον κόπο του του κάκου.

Αλλ' ο ξένος εχάνονταν σαν ίσκιωμα, χωρίς να δώση απάντηση στο ευγενικό προσκάλεσμα, από πίσω του ακολουθούσαν μανιωμένα τα σκυλλιά, γαυγίζοντας, και μοναχά το λάλημα του κυπριού του μουλαριού του ακούονταν γλυκά και θλιβερά «τριγκ.. τριγκ.. τριγκκκκ».

Μες από τα σπίτια ετοιμάζονταν το Μικρό Χωριό να κοιμηθή, για να ξυπνήση, όταν βαρέση ο σήμαντρος της εκκλησιάς, όξω από τα σπίτια χιόνιζε ακατάπαυστα και γαύγιζαν τα σκυλλιά, κι' απάνω σ' αυτό ένας γλυκός ήχος κυπριού αχολογούσε στο σκοτάδι μελαγχολικάμελαγχολικά «τριγκ.... τριγκ.... τριγκ.... τριγκκκ. »

Ακούονταν οι αληχτησιές των σκυλλιών και το κακό το λάλημα του κυπριού «τριγκ... τριγκ... τριγκκκ... » Γι' αυτό δεν ανοίχτηκε πλειο καμμιά θύρα και καμμιά σπλαχνική φωνή δεν προσκάλεσε πλειο τον ξένον σαν πριν: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης».

Έφευγε κι' ακόμα έφευγε σαν ίσκιωμα, χωρίς ν' απολογηθή στο ευγενικό προσκάλεσμα, αφίνοντας οχ πίσω του μοναχά το γλυκό λάλημα του κυπριού του μουλαριού του « τριγκ... τριγκ... τριγκκκ... »

Ο καθένας έλεγε τ' αλλουνού σιγανά για το ίσκιωμα, πως το κατάλαβε πως είταν, για το μουλάρι του, που είταν καβάλλα, και για το λάλημα του κυπριού. Οι γυναίκες π' αγαπούνε φυσικά πολύ την κουβέντα λησμόνησαν ότι βρίσκονταν στην εκκλησιά, κι' ούτε άκουγαν τον παπά, που τους έλεγε κάθε λίγο με θυμό: — «Σωπάστε, καταραμένες»!

Ενώ η συνοδειά των γυναικών ανέβαινε σκυφτή από το βάρος του νερού, γλυκός ήχος κυπριού ακούστηκε πίσω τους «τριγκ... τριγκ... τριγκ... » κι' όσο οι γυναίκες ανέβαιναν άλλο τόσο κι' ο γλυκός ήχος του κυπριού ακούονταν καθαρώτερα και δυνατώτερα «τριγκ... τριγκ... τριγκ... » κι' από τα ξηρά και βροντερά πατήματα πεταλωμένου ζώου φαίνονταν, ότι πίσω τους βρίσκοντον καβαλλάρης.