United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σ' αυτή δε μένει, Παρέκει βγαίνει, Κι' ένα σκαλίδι Πάντ' αντιβαίνει· 830 Αυτό κυττάζει, Για αυτό κοπιάζει Ο κόσμος όλος, Για να φαντάζη. Κι' όλοι γελιούνται, Τυφλά κινιούνται, Κι' επιζωτίς τους Ταλαιπωριούνται. Μέτραγε τα έξοδά σου, κατά το εισόδημα σου. 835 Κι' έτζι ζιής ευτυχισμένος, κι' οχ τον κόσμο παινεμένος. Μ Υ θ Ο Σ ΙΒ. Ο ι Λ α γ ο ί. Σ' εποχή καιρών και χρόνων.

Τότες πώς κλέφτες λύκοι παν οχ το βυζί της μάννας 352 αρνιά ν' αρπάξουν και τραγιά, κι' οι μάννες μες στο λόγγο σκορπούν απ' του βοσκού ατζαμιά, και σαν το δουν οι λύκοι γλήγορα γύρω αρπούν κι' αφτές παράλυτες του φόβου· 355 έτσι όρμησαν οι Δαναοί να φαν οχτρούς, κι' οι Τρώες φύγει όπου φύγει, κι' άτιμος τους συνεπήρε τρόμος.

Είπε, κι' αγρίκησε η θεά με τις χρυσές φτερούγες 195 κι' οχ τις δροσόλουστες κορφές κατέβηκε στην Τροία. Εκεί τον άφοβο Έχτορα, του γέρου γιο Πριάμου, τον βρήκε μέσα πούστεκε στο κολλητό του αμάξι. Και πάει κοντά του στέκεται και του λαλεί διο λόγια «Έχτορα, του Πριάμου γιε, ισόγνωμε του Δία, 200 σ' εσένα ο Δίας μ' έστειλε αφτά να σου μιλήσω.

Εκεί τους σίμωσε η γιριά χαροκομένη Εκάβη, κι' είχε στο χέρι το δεξύ μες σε χρυσό ποτήρι λίγο κρασί καρδόγλυκο να στάξουν πριν κινήσουν· 285 και στάθηκε στο κάρο ομπρός και τούπε αφτά του γέρου «Καλέ, να! στάξε του Διός, και νάρθεις περικάλα σπίτι σου πίσω οχ τους οχτρούς, αφού ποθά η καρδιά σου να σύρεις και καλά, χωρίς — σ' το λέωεγώ να θέλω.

Και πως σ' αυτόν τον πόλεμο με τόση αξιάδα αντρίκια, Στους Μπακακάδες ήφεραν τρομάρα τα Ποντίκια, Οπού ολίγο κόντεψε να τους απαφανίσουν, Και από το πρόσωπο της γης τελείως να τους σβύσουν 30 Ω Μούσαις, που κυττάζετε ψηλά οχ τον Ελικώνα, Και βλέπετε τον ίδρωτα και τον πολύ μου αγώνα, Μια αχτίνα ρίξτε σπλαχνική να με γιομόση θάρρος, Να δυνηθώ ν' αλαφρωθώ οχ το πολύ το βάρος.

Μηδ' άλλος τον αμέλησε κανείς τους, μόνε ομπρός του κρατούν τις ομορφόκυκλες ασπίδες, και κατόπι τον παίρνουν κι' όξω οχ τη σφαγή στα χέρια τους τον βγάζουν, ως πούρθαν στα γοργά άλογα που καρτερούσαν πίσω 430 όξω απ' τη μάχη μ' αμαξά και με πανώριο αμάξι, κι' έτσι τον παν προς το καστρί ενώ βαριά βογγούσε.

Μα αφού με γέλασε, κι' αφτή την πήρε μου απ' τα χέρια, να με δολώσει ας μη ζητάει . . . τον ξέρω, δε με πιάνει. 345 Μόνε, Δυσσέα, μ' εσένα πια και τους λοιπούς αρχόντους ας δει να σώσει οχ της φωτιάς τις φλόγες τα καράβια.

Μον έλα πες μου τώρα αφτό και μίλα την αλήθια. Γιατί έρχεσαι έτσι μόνος σου οχ το στρατό στα πλοία 385 μέσα στης νύχτας τη θολιά π' όλοι οι θνητοί κοιμάνται; Μη θες να κλέψεις άρματα απ' τα νεκρά κουφάρια, ή μη σε στέλνει ο Έχτορας τα πάντα να ξετάσεις εδώ στα πλοία; Ή τόθελες κι' από δική σου γνώμη

Νοστιμάδαις, χάρες, κάλλη, Ας τα έχει η μια κι' η άλλη, Ας τα χαίρουνται πολλαίς. Αφροδίταις σ' ωραιώτη Οχ την ύστερη ως την πρώτη Ας φαντάζουν η καλαίς. Η αγάπη μου μ' αρέγει, Κι' η καρδιά μου σαν τη στρέγει, Θέλα ήμουν ευτυχής· Μόνε ξέρεις, Έρωτά μου, Και νογάς τα βάσανά μου Που με θλίβουν απαρχής. Κι' εδικής σου εξαιτίας, Της πολλής μου ευτυχίας Δεν ορίζω τα κλειδιά. Τι εσύ αφορμή μου δίνεις.

Τότε όρμησε ο Αντίλοχος και μια στην κεφαλή του σπαθιά του σέρνει, πούπεσε οχ τ' όμορφό του αμάξι 585 με το κεφάλι, στ' απαλό απάνου και στους ώμους, φυσώντας, μες στα χώματα.