United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνο το πρωί μια συνοδειά χριστιανών από τα πλησιόχωρα, άντρες και γυναίκες, άλλοι καβάλλα κι' άλλοι πεζοί, πηγαίνοντας για τα Γιάννινα, έπεσαν απάνω στο σκοτωμένο. Ιδόντας αυτό το φοβερό δράμα, αποφάσισαν να φορτώσουν τον νεκρό στο μουλάρι του, που βοσκούσε ξέγνοιαστο εκεί κοντά και να τον παν στη Μητρόπολη.

Έτσι παντρεύουν τόρα τα κορίτσια στο χωριό; Μια νύχτα μονάχα θα κρατή η χαρά κ' η ευτυχία του γάμου; Έτσι βιαστικά θα χωρίζουνται τα κορίτσια από την αγκαλιά των γονιών τους; Μήτε χαρές πια, μήτε γάμοι, μήτε χοροί, μήτε μεθύσια, μήτε κοσμοχαλασιά, μήτε θόρυβος; Πάει και το ξεπροβόδισμα της νύφης με τα όμορφα νυφιάτικά της, καβάλλα σε ψαρή άλογο, με τις καβάλλες των παληκαριών του συμπεθερικού, της λεβεντιάς, με τις άσπρες φουστανέλλες και τις χρυσές φέρμπελες; Πόσο άλλαξαν τα πράμματα· να φεύγουν οι νυφάδες νύχτα νύχτα σαν φαντάσματα, σα δολοφόνοι, κατάμονοι!

Ταριστερό του φτερούγι το είχε πιασμένο καβαλλαρία με το στρατηγό Βούζη, και μερικοί Έρουλοι με τον αρχηγό τους το Φάρα. Πιο παρέξω από την ίδια πλευρά, Ούνοι, καβαλλαρία κι αυτοί. Από το δεξί πάλε φτερούγι ο Ιωάννης του Νικήτα σε θέση ανάλογη με το Βούζη, κατόπι άλλοι Ούνοι καβάλλα, σε τόπο κι αυτοί ανάλογο με τους Ούνους της αριστερής της άκρης.

Και τράβαε και τράβαε κι’ όλο μπροστά τραβούσε, Καβάλλα απάνω στο θεριό, που ρυάζουνταν με λύσσα. Κι’ έβγαζαν τα ρουθούνια του φωτιά, καπνό και λαύρα, Και παίρναν τα βουνά φωτιά και καίγονταν τα δέντρα.

« Δέκα χιλιάδες έσερνε » Πεζούρα και καβάλλα, »'Σάν άναψεν ο πόλεμος » Κι' άρχισε το τουφέκι, » Τουρκαλβανός δε μπόρεσε, » Μπροστά μας πλειό να στέκη. » Γυρίζουν 'πίσω τα σκυλιά, » Το βάνουντη φευγάλα. «'Σ τη Δέμβρονα επέταξα, » Τους Τούρκους εκεί κλείω » Στο κάστρο.

Αλλ' η Τασιούλαινα τ' άκουγε όλα αυτά τα πράγματα και τίποτε δεν πίστευε και μόνη της παρηγοριά είχε το παιδάκι της, που μεγάλονε ημέρα με την ημέρα, και μόνον τα Χριστούγεννα, τ' Άη- Βασιλειού, τη Λαμπρή και τ' Άη-Γεωργίου θυμώνταν πως είταν παντρεμμένη και είχε άντρα στην Ξενιτειά. Ενώ η μάννα και το παιδί κοιμώνταν στου πόνου το προσκεφάλι, ένας γουνοφορεμένος ξένος μπήκε καβάλλα στην αυλή.

Ν' αποκλείση πάσα θύρα. Στην κορφή οχ τον καθρέφτη Απηδόντας αναβαίνει· Της κοιλιάς καβάλλα πέφτει Και του λόγου του συσταίνει· Δυο απέδω, δυο απέκει Τα ποδάρια του κρατάει· Μουλυχτά παραφυλάει· Βέβιος τότε να τον πιάκη, Σιγανά, αλαφρά αρχινάει, Στο γιαλί να ιδή, να φτάκη. Το κεφάλι να κρεμάη.

Γιατί γαυγίζουν τα σκυλλιά «γκάβου, γκάβου, γκάβου»; Ποιος είν' ο ξένος που φέρνει γύρα το χωριό τη νύχτα «γκρουπ.. γκρουπ.. γκρουπ» καβάλλα στο μουλάρι, πώχει το κυπρί που λαλάει γλυκά-γλυκά «τριγκ... τριγκ... τριγκκκ»;

Είταν ο στόλος 500 φορτηγά και καμιά κατοστή πολεμικάδρόμωνες τα λέγανεμε μια σειρά κουπιά και στεγασμένα. Είκοσι χιλιάδες ναύτες στα φορτηγά, και δυο χιλιάδες κωπηλάτες στα πολεμικά, πολίτες όλοι. Ο στρατός πάλε που πήγαινε μαζί τους, 10 χιλιάδες πεζοί, 5 χιλιάδες καβάλλα, ένας κ' ένας όλοι. Κι αρχηγός όλης της εκστρατείας ο Βελισάριος.

Έβλεπα ν' αναιβοκαταιβαίνω το δρόμο του ποταμού χιλιάδες φορές, πότε γκότσι στες πλάτες της μάννας μου, ή της αδερφής μου, πότε περβατώντας, και πότε καβάλλα. Έβλεπα σε μια πλαγιά, εκεί πέρα, την αδερφή μου να βόσκη ζυγούρια και κατσίκια, και να μου λέγη τραγούδια. Μου φαίνονταν πως ήκουα ακόμα την αγγελική της τη φωνή.