United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρξατο λοιπόν πυκνάς ερωτήσεις περί των παραδόσεων εκείνων του παρελθόντος βίου του, τας οποίας η πολυχρόνιος ξενιτεία είχε σκεπάσει με χονδρόν πέπλον λήθης, ον η μήτηρ του τόσον ευκόλως ανέσυρεν, επιδείξασα εις τον υιόν της όλην την γλυκείαν νωπότητα των διηγήσεων εκείνων, αίτινες, όσον και αν ξενιτευθή κανείς, είνε αδύνατον να σβεσθώσι.

Τρεις νυφάδες, δυο γυιοί, τρεις θυγατέρες, τρεις γαμπροί και καμμιά δεκαριά αγγόνια, αρσενικά και θηλυκά, περικύκλοναν το στρώμα της. Όλος αυτός ο κόσμος, που είχε βγη μες από τα σπλάγχνα της, δε μπορούσε να γεμίση τον τόπο του τρίτου γυιού της, του Βασίλη, που βρίσκονταν μακρυά στην Ξενιτειά.

Περίμενε, περίμενε ένα μήνα, δυο, τρεις, ένα χρόνο, έγειναν τρία σωστά χρόνια, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά! Στο τέλος είδε κι' απόειδε, πήρε ένα σακκούλι στον ώμο του, φόρεσε την κάππα του από το ένα το μανίκι και τράβησε για την Ξενιτειά, έχοντας για μόνο του σύντροφο ένα μακρύ δικανίκι.

«Ο Ξένος μες στη Ξενιτειά, σαν το πουλί γυρίζει, «Σαν τον βασιλικόν ανθεί, αλλ' όμως δεν μυρίζει. «Ανάθεμα σε, Ξενιτειά, κι' εσέ και τα καλά σου, «Ούτε τ' άσπρα σου ήθελα, ούτε τα βάσανά σου.

Την έφερα πίσω, και της έταξα πως ολονυχτής θα προσεύκουμαι για νάρθη πίσω η κόρη της. Η προσευκή μου, χριστιανές μου, πρέπει να γίνη ταξίδι. Άλλος δε μένει να τη φέρη την ταλαίπωρη κόρη από τέτοια μακρινή ξενιτειά. Πηγαίνω ατός μου, κ' αφίνω την τύχη της μάννας στα χέρια του Παντοδύναμου. Αχ, και νάρθη, και τι να βρη! Ολοτρόγυρα θάνατο και τη μάννα της σαλεμένη! Πιπ.

Από την ξενιτειά που μας ήρθε, κάτω στην πατρίδα της, εκεί κάτω στη Δύση, ίσως έταξε τίποτις κανενός, σα γυρίση πάλε πίσω. Κάτι θα με κρύφτη· είναι αδύνατο με την ομορφιά της, να μην την αγάπησε όποιος την είδε. Για τούτο κάμνει πρώτα την αδιάφορη και παίζει και γελά· για τούτο μόλις μια λέξη ξέρει να μου πη, εκεί που η αγάπη με τρελλαίνει. Για τούτο κάθεται ώρες και συλλογιέται.

Μάννα, θυγατέρα, αδελφή, σπίτι, χωριό, πατρίδα είταν όλα φευγάτα! Βρισκόμουν, και βρίσκομαι ακόμα στα έρημα τα ξένα, κι' όλα όσα είδα και σας διηγήθηκα δεν είταν άλλο παρά μια γλυκειά οπτασία, ένα ευτυχισμένο όνειρο, που μου δώρησε η αγάπη της Πατρίδας μου, που βρίσκεται τόσο μακρυά. Τι πικρή που θα είταν ακόμα η Ξενιτειά, αν δεν είταν και τα όνειρα!

Και όσο επερνούσαν ημέρες, εμεγάλωνε η αγάπη. . . Μα πώς να κάμη; Να μιλήση του μαστόρου του ο ίδιος, ή να βάλη κανέναν άλλονε; Είχε αυτά στο νου του, όταν τ' αφεντικό του τον έστειλε ν' αγοράση πετζιά και άλλα χρήσιμα του μαγαζιού. Έμεινε ο Αντώνης στην ξενιτειά ένα μήνα και σαν εγύρισε, ευρήκε τη λατρευτή του πανδρεμμένη . . . Είχε στεφανωθή, μια βδομάδα πριν, ένα θαλασσινό.

Μια μάννα, πικρόμαννα έστησε μυρολόγι: «Ανάθεμα σε ξενιτειά και τρισανάθεμά σε, Που μου κρατάς τον άντρα μου ακέρια δέκα χρόνια. Κι' εφέτος μ' αποπλάνεψες μου παίρνεις και το γυιό μου!.. »

Στην εκκλησιά κάθησε από την αρχή της λειτουργίας ως το τέλος, και, κατά πώς το συνηθούσε πάντα, πήγε στη θύρα του ιερού πρώτη-πρώτη για να πάρη αντίδωρο μπροστύτερα απ' όλο τ' άλλο το Χωριό και να πάγη γλήγορα στο σπήτι της, να δεχτή το παιδί της, που έρχονταν από την Ξενιτειά.