United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και γράμματα τον έμαθε και καλλιγραφία και τρόπους και φερσίματα και καβάλλα και κυνήγι, τέλος και τροπάρια να ψέλνη και να νηστεύη· χαρακτήρα όμως γερό αντρίκιο μήτ' αυτά μήτ' άλλα τόσα δεν μπορούσανε να του φυτέψουν.

Ετρεπόμεθα δεξιά και αριστερά, αποδώ κι' αποκεί, εκείνος καβάλλα, εγώ πεζός. Τέλος ο Κωσταντής κατήλθεν εξ ύψους του υποζυγίου του, μου επήρε το κερί κ' εκύτταζε να εύρη τον δρόμον. Ύστερα είπεν ότι τον ηύρε, έσβυσε το κερί, το έβαλε δεν ξεύρω πού και ίππευσε πάλιν. Και πάλιν απεπλανήθημεν. Εκοντεύαμεν ως τόσον να φθάσωμεν εις την Παναγίαν.

Ο καθένας έλεγε τ' αλλουνού σιγανά για το ίσκιωμα, πως το κατάλαβε πως είταν, για το μουλάρι του, που είταν καβάλλα, και για το λάλημα του κυπριού. Οι γυναίκες π' αγαπούνε φυσικά πολύ την κουβέντα λησμόνησαν ότι βρίσκονταν στην εκκλησιά, κι' ούτε άκουγαν τον παπά, που τους έλεγε κάθε λίγο με θυμό: — «Σωπάστε, καταραμένες»!

Και οι κορμοί των δέντρων των πλατανιών λυπημένα πρόβαλαν ατέλειωτοι σε κάθε βήμα μας. Τ' άλογα στριφογύριζαν ανεβαίνοντας τόρα ανηφοράκι, ύστερα παίρνοντας κατήφορο, τόρα γυρίζοντας δεξιά, ύστερα αριστερά και πάντα τραβώντας ίσα μπροστά το δρομάκι τους μέσα στην άσωτη, πάντα ρεμματιά. Κάθε τόσο όσοι είμαστε καβάλλα σκύβαμε να περάσουμε από κάτου απ' τα μεγάλα και τεντωμένα προς τη γις κλωνάρια.

Τις σαϊτιές τις τινάζανε χυμίζοντας ή και φεύγοντας μ' αλάθευτη τέχνη. Θεοί τους είταν ο Ήλιος και το Φεγγάρι. Τους κυβερνούσαν εικοσιτέσσερεις αρχηγοί, κι όταν είχανε μεγάλα ζητήματα, μαζεύουνταν όλοι καβάλλα και συναγροικιούνταν αρματωμένοι. Αιώνες κ' αιώνες τους πολεμούσαν οι Κινέζοι απέξω από τον απέραντο τοίχο τους.

Τώρα, το παιδί αυτό, κινδυνεύει, δεν είναι καλά . . . Τους είπα, εγώ θα τρέξω κάτω στη χώρα, να πω του παπά, αν θέλη νάρθη, και σεις σαν ιδήτε πως δεν πάει το παιδί καλά, κι' αργώ εγώ να γυρίσω, τότε να το βουτήξετε σε μια λεκάνη με χλιο νερό τρεις φορές, και να πήτε «στ' όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνέγματος» . . . Είπα μια να πάρω το παιδί, να το τυλίξω καλά, και να σου το φέρω να το βαφτίσης, παπά μου . . . μόνε φοβήθηκα μην τελειώση στο δρόμο το παιδί, και πάη αβάφτιστο, και τότε θα το είχα στο λαιμό μου . . . Έτσι, απεφάσισα να 'ρθώ να σου πω, κι' όπως πης η Αγιωσύνη σου, έτσι να γείνη . . . Έφερα και το γαϊδουράκι μαζί, μην τυχόν θέλης για τα ιερά σου, και για καβάλλα.