United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλειψε πάει ο ερωτόθυμος γαμπρός που θ' αναδείξη τροφαντά μ' ένα σφιχταγκάλιασμα τα σπλάχνα της. Ούτε ζευγάς, ούτε βουκόλος, ούτε αμπελουργός φαίνεται πουθενά. Τα δάση κάηκαν είτε ξεράθηκαν. Τα ποτάμια γίνηκαν νεροσυρμές και τα ρυάκια στράτες. Αγρίεψαν τα ήμερα δέντρα και οι καρποί τους γίνηκαν στυφοί και λιγοστοί.

Δέντρα πυκνά κι' ανύπαρκτα να καταπρασινίζουν, κι' αντί καρπών να κρέμωνται μετζήτια 'στα κλαδιά, να τα κουνώ σιγά σιγά, οι κλώνοι να λυγίζουν, και να κυλούν τα τάλληρα σε ανοικτή ποδιά. Με άρματα Φαέθοντος να σχίζω τον αιθέρα, ο νους μου να εξίσταται, ν' αλλοφρονή, να φρίττη, και τέλος από τα 'ψηλά να πέσω μια ημέρα σαν ένας αερόλιθος . . . μες 'στου Δρομοκαΐτη.

Και ανεβαίνοντας ψηλά σταματούσαν σε κάθε πλατύσκαλο και έστρεφαν για να θαυμάσουν το έργο του μικροκαμωμένου ανθρώπου, και ο ξένος είχε απορίες μικρού παιδιού που διασκέδαζαν τον υπηρέτη. «Το ποτάμι ξεχειλίζει το χειμώνα;» «Τι είναι αυτόρωτούσε τραβώντας προς το μέρος του κανένα κλαδί λεύκας. Δεν γνώριζε ούτε τα δέντρα ούτε τα χόρτα∙ δεν ήξερε ότι τα ποτάμια ξεχειλίζουν την άνοιξη!

Στα τείχη επάνω φυτρώνουν δέντρα και χαμόκλαδα, που οι ρίζες τους χώνουνται στο ασβέστι, αναμεταξύ στις πέτρες, σα να πεισμάτωσαν να διαλύσουν και καλά τους τοίχους.

Περνάει τον κάμπο, κ' έρχεται 'ςτής ποταμιάς τα δέντρα. Φαίνεται μαύρο τ' άλογο και νηός ο καββαλλάρης, Διαβαίνει και την ποταμιά και ρίχνεται 'ςτόν πύργο. Ακούγεται το χνώτο του και η ποδοβολή του... 'Στό δάσος το χιονόστρωτο πούνε μπροστά απ' τον πύργο Μπαίνει σαν φείδι και περνά, και σταματά 'ςτήν πόρτα.

Ας μην τους ταράξωμε την ευτυχία τους. Έλα να κρυφθούμε πίσω από τα δέντρα. Αύριον θ' ανήκουν ο ένας εις τον άλλον. Έλα να κρυφθούμε. ΜΙΣΤΡΑΣΤάσσο, με συγκινείς. Σου τορκίζομαι. ΦΛΕΡΗΣΈλα, έλα να κρυφθούμε πίσω από τα δέντρα. Η Δώρα φαίνεται φοβισμένη και κοντοστέκεται πάντα κάθε λίγο. ΝΙΚΟΣΜη φοβάσαι αγάπη μου. Κανένας δεν είναι εδώ τέτοιαν ώραν . . . Έλα μαζή μου. ΔΩΡΑΌχι, όχι.

Ε, και να κάτεχα το γλυκό τόνειρο που νανούριζε την ώρα εκείνη τον κοιμάμενο κάμπο! Ακολούθησα τον αγωγιάτη με τα πράμματά του στη κοντινή βρύση που πήγε να τα ποτίση. Τότες ξυπνούσαν και τα πουλάκια στα δέντρα κι άρχιζαν τους κελαϊδισμούς των. Τότες ακούστηκαν και τα ορνίθια, από τα σκόρπια ολόγυρα καλύβια στα λόγγα και στα χωράφια ανάμεσα.

Κ' έτσι, στη δημοκρατική αυτή χώρα, που και σκλαβωμένη την άφιναν οι Ρωμαίοι κ' έπαιζε με τα δημοκρατικά της απομεινάρια, στη γης αυτή που ανθοστόλιστα και καρπερά δέντρα μας έβγαλε αρίφνητα, θεόρατους όμως πλατάνους και λεύκες όχι, φυτεύτηκε τέλος πάντων το δέντρο που έμελλε να ρίξη τρίσβαθες ρίζες και χίλιους χρόνους ναπλώνη τον ίσκιο του και να προστατεύη το έθνος από μανιασμένα στοιχεία.

Η γυναίκα μου δεν είχε δει ποτέ τα δυτικά ακρογιάλια κ' ήξερα πως είχε ένα είδος αντιπάθεια για όλο το ταξίδι κ' είπε το ναι μονάχα γιατί ένοιωσε πως η παραμικρότερη αντίσταση θα με λυπούσε. Το γνώριζα αυτό, γιατί μια μέρα είπε: «Δεν μπορώ να φανταστώ ένα καλοκαίρι, που δε βλέπει κανείς δέντρα».

Προτού να βασιλέψη Το δρέπανο του φεγγαριούενός βουνού τη ράχη Εστάθηκε για μια στιγμή και πικραμένο ρίχνει Την ύστερή του τη ματιάτο έρμο το Ζητούνι. Εμαύρισαν η λαγκαδιαίς. 'Σ το μελανό του κύμα Ταγέρι πνίγει τα σπαρτά, τα δέντρα, τα λιβάδια, Γένονται θάλασσα η στερηαίς, λες ότι αυτό το βράδυ Ήρθε με δυο μεσάνυχτα κι' αργεί να ξημερώση.