United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δυο φλογερά δάκρυα &αυλάκωσαν& τα καταπάρθενα μάγουλά της, και σε ολίγο όλη η συνοδειά είταν μέσα στο χωριό, όπου άρχισαν να χωρίζωνται, γιατί η κάθε γυναίκα έμπαινε στο σπίτι της. Το Μικρό Χωριό είναι όνομα και πράμμα μικρό χωριό. Έχει το όλο δέκα μόνο σπίτια, χτισμένα με άσπρο ασβεστολίθι και σκεπασμένα με άσπρες πλάκες. Κεραμίδια εκεί δεν ξέρουν τι πράμμα είναι.

Τέλος πάντων έφθασα εις την ρίζαν ενός βουνού, που ήτον εις το μέσον μιας ερήμου, κοντά εις την οποίαν είδα ένα παλάτι ευμορφώτατον από πέτρες άσπρες κτισμένον, και εις αυτό δεν εφαίνονταν κανένα παράθυρον.

ΤΡΥΦ. Εννοείται, διότι ήξερε ότι θα την σιχαθής, άμα δης της άσπρες κηλίδες που έχει, διότι από το λαιμό έως τα γόνατα ομοιάζει με πάρδαλιν. Και έκλαιες διότι δεν απήλαυσες μια τέτοια γυναίκα; Βέβαια θα σου κάνη δυσκολίας και περιφρονήσεις. ΧΑΡΜ. Ναι, Τρύφαινα, αν και έχει λάβει τόσα και τόσα από μένα.

Τα αζύμωναν, τα ετσούπωναν, τα έκαναν μπάλες στεγνές σαν πέτρες, και σαν τα πορτοκάλια ολοστρόγγυλες. Και όλα σβέλτα φτερωτά, κι όλα γοργά χαρούμενα, εκυνηγιώνταν ακράτητα, κ' εχτυπιώνταν λυσάρικα, μανιακά αναμεταξύ τους, κ' εμάχονταν ηρωικά, αντρειωμένα. Εσφύριζαν οι άσπρες μπάλες φλογερές, μέσα στη θολωμένην τη χιονιά.

Στο πλάι πίσω, πυργωμένη η Ακρόπολις, κόκκινη σαν κανέλλα, ίδια κάποιο ατίμητο αρχαίο χρυσαφικό μαυρισμένο απ’ την παλιοσύνη, με τις δυο κολωνίτσες που ξεχωρίζουν άσπρες και λιγνές αψηλά στο βράχο, κάτω από τα μαύρα τείχη, σα να φυλάν βάρδια μπρος απ' τη σπηλιά της Παναγίας. Έπειτα ο Άι-Γιώργης, αλλοιώτικος από 'δω, μια κανονικιά πυραμίδα ξεμοναχιασμένη σα νησί.

Κάποια φιγούρα ψαρά διαγραφόταν ακίνητη σαν να ήταν διπλή ζωγραφιά: μια επάνω στο πράσινο της όχθης και μια άλλη επάνω στο πράσινο του νερού που λίμναζε ανάμεσα στις άσπρες κροκάλες. Αν και ήταν νωρίς όταν έφτασε στο χωριό, ο Έφις είδε την τοκογλύφο να γνέθει στην αυλή της, ανάμεσα στα παχιά γουρουνάκια και στα ερωτευμένα περιστέρια και τη χαιρέτησε κάνοντας της νόημα ότι θα περνούσε αργότερα.

Μου θύμησε το ζαχάρωμα που απολάβει κανένας κολλημένος 'ςτά κόκκινα και φλογερά χείλη της κορασιάς. Και με τη θύμηση αυτή την κατάγλυκια, αποκοιμήθηκα. Όταν μ' εξύπνησαν για να κινήσουμε, είδα που ξέβγαιναν από τες ζόρκες κορφές του Σπανού, απάνου, μεγάλα μαυριδερά σύγνεφα μ' άσπρες ράχες, ωσάν κύματα αφρισμένα.

Στα ράφια κοκκίνιζαν τα τόπια με το σκαρλάτο και πλάι έλαμπε το πράσινο των μπουκαλιών με τη μέντα. Τα σακιά με το αλεύρι πρότασσαν τις άσπρες τους κοιλιές ενάντια στις μαύρες καμπούρες των βαρελιών με τις ρέγκες και στη μικρή βιτρίνα οι γυμνές γυναίκες των εικονογραφημένων καρτών χαμογελούσαν στα βάζα με τα μπαγιάτικα ζαχαρωτά και στα ρολά με τις ξεθωριασμένες κορδέλες.

Έτσι ναι μιάζει, ακούρεφτο σαν κριάρι που διαβαίνει κοπάδι λες αρίφνητο απ' άσπρες προβατίνεςΤότες τ' απάντησε η Λενιό, του Δία η θυγατέρα «Αφτόν τον λεν πολύξερο Δυσσέα του Λαέρτη. 200 Στο Θιάκι, ένα πετρόνησο, γεννήθηκε, και ξέρει θες πονηριές κάθε λογής θες δύσκολες σοφίεςΓυρνάει τότε ο Αντήνορας και της Λενιός της κάνει «Ναι, κόρη μου, πολύ σωστά το λόγο αφτό τον είπες.

Είδα και τις φτερούγες του στους ώμους και σαϊτούλες ανάμεσα στους ώμους και στις φτερούγες και δεν ξανάειδα πια μήτε τούτα, μήτε το παιδί. Κι αν δεν έβγαλα του κάκου τούτες τις άσπρες και δεν αποκουτάθηκα στα γεράματά μου, στον έρωτα, παιδιά μου, είσαστε αφιερωμένα κι ο έρωτας νοιάζεται για σας.