United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε και καρπερό περβόλι η βάρδια, όπου εβλάστιζαν άπειρες συκιές, ήμερες στον καιρό τους. Μα τόρα πια ήταν αμελημένες κι ακλάδεφτες. Είχαν αγριέψει τα κλαδιά τους, κ' ήταν ξεβλασταριασμένες οι ρίζες τους. Πόδι αθρωπινό δεν είχε πατήσει τον παχύν τους ίσκιο· στόμα αθρωπινό δεν είχε δοκιμάσει τα χυμερά και κατάγλυκα σύκα τους. Της βάρδιας το στοιχειό τις αγριοσύκιζε κάθε τόσο.

Μην κατεβάζης το γεφύρι, πριν σου δώσουν την άδειαν οι προεστοί. Ας βάλουν βάρδια καιτο Πρεγάδι κι' αλλού για να μη σας πατήσουν νύχτα. Και ταύτα λέγων ο βοσκός ήρχισε ν' απομακρύνεται από την γέφυραν. — Είσαι στα συγκαλά σου; του εφώναξε διά τελευταίαν φοράν ο μπάρμπα- Δήμος. — Εγώ είμαι στα λογικά μου, ησύχασε· τώρα θα ιδής. — Και συ πού θα πας; τον ηρώτησεν ο πυλωρός.

Στο πλάι πίσω, πυργωμένη η Ακρόπολις, κόκκινη σαν κανέλλα, ίδια κάποιο ατίμητο αρχαίο χρυσαφικό μαυρισμένο απ’ την παλιοσύνη, με τις δυο κολωνίτσες που ξεχωρίζουν άσπρες και λιγνές αψηλά στο βράχο, κάτω από τα μαύρα τείχη, σα να φυλάν βάρδια μπρος απ' τη σπηλιά της Παναγίας. Έπειτα ο Άι-Γιώργης, αλλοιώτικος από 'δω, μια κανονικιά πυραμίδα ξεμοναχιασμένη σα νησί.

Εκκλησιάστηκαν οι Κοζάκοι για πρώτη φορά στη Μητρόπολη με μεγάλη παράταξη και με βάρδια στην πόρτα της εκκλησιάς. 1861, Θερτή 18 , μέρα Κυριακή, των Αγίων Πάντων. Εφάνηκε κομήτης στον ουρανό και την άλλη μέρα ήρθε χαμπέρι από την Πόλη ότι έγεινε Σουλτάνος ο Αβδούλ Αζίζ Χαν. 1861, Τρυητή 14 . Έγεινε δοξολογία για την αποτυχία της δολοφονίας της Βασίλισσας της Ελλάδος Αμαλίας.

Αφτό εκαθόταν στον παχύν τους ίσκιο αποκάτου το καταμεσήμερο. Αφτό έτρωγε τα καρπερά και κατάγλυκά τους σύκα κ' εδροσιζότανε. Για τούτο άφξαιναν κιόλα τα σύκα. Ήταν στοιχειωμένα κι αφτά, κ' εμεγάλωναν ως ένα αθρωπινό κεφάλι. Η βάρδια της Δραμαλούς, — και τα μαξούμια πια, και τα βυζασταρούδια τόξεραν· ήταν στοιχειωμένη.

Οσάκις διερχόμενος με την ελπίδα ότι το πλέξιμον θα είχε τελειώση, επανέβλεπεν εις την θέσιν του το τουρλωτό φέσι, ανετινάσσετο από οργήν και εψιθύριζεν: «Ακόμη δεν εξεκουμπίστηκες, κακό ψόφο νάχηςΚαι αν δεν ανεχαίτιζε την οργήν του η αγάπη της Πηγής, αλλά προ πάντων ο φόβος του Στρατή, ο γέρων θα εδέχετο ίσως πέτραν κατά κεφαλής διά να τελειώση αυτό το ατελεύτητον πλέξιμον και αυτή η ατελείωτη βάρδια.

Φόβος έπιακε όλα τα Γιάννινα. &1858, μήνας Γεννάρης&. Από το πολύ κρύο πάγωσε η λίμνη πέρα πέρα. &1858, Απριλίου 12&. Ήρθαν 30 Κοζάκοι. &1858, Θερτή 29&, μέρα Κυριακή. Εκκλησιάστηκαν οι Κοζάκοι για πρώτη φορά στη Μητρόπολη με μεγάλη παράταξη και με βάρδια στην πόρτα της εκκλησιάς.

Και μόνον η βάρδια αγρυπνεί, ο φρουρός, βλέπων πάντοτε εμπρός, εις απόστασιν, και ο τιμονιέρης βλέπων προς τον ουρανόν και προς τ' άρμενα της αγρυπνούσης σκούνας, ήτις προχωρεί αδιακόπως γλυκά συνομιλούσα με το κύμα. — Βλέπεις εκείνο τ' άστρο, το γεμάτο; Εκεί να πηγαίνη το μπαστούνι σου. Και να παίζη ο κόντρας, το πλέον υψηλόν ιστίον. Ακούς, Γιαννάκη μου; Α! παιδί μου!

Μια και δυο γέρνουν πάλι στο χωριό, και παν στου Παπα-Ξυδέα. Με καρδιοχτύπι και τρομάρα πιάνουν και του μολογούν λαχανιασμένοι: το και το, παπά μου! Παίρνει ο παπάς το θυμιατό και παίρνει το Σταβρωμένο. Περνάει βιαστικά το πετραχήλι στο λαιμό, τον παίρνουν και παν κατά το ξάγναντο στη βάρδια της Δραμαλούς.