United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στα ράφια κοκκίνιζαν τα τόπια με το σκαρλάτο και πλάι έλαμπε το πράσινο των μπουκαλιών με τη μέντα. Τα σακιά με το αλεύρι πρότασσαν τις άσπρες τους κοιλιές ενάντια στις μαύρες καμπούρες των βαρελιών με τις ρέγκες και στη μικρή βιτρίνα οι γυμνές γυναίκες των εικονογραφημένων καρτών χαμογελούσαν στα βάζα με τα μπαγιάτικα ζαχαρωτά και στα ρολά με τις ξεθωριασμένες κορδέλες.

Να σου κάμω εγώ τώρα ένα περιβολάκι, ένα σπιτάκι, να δης τι θα πη Ρωμιός». Έτσι μου φαίνεται, σα να παίζουμε με περιβολάκια και με σπιτάκια μέσα στον κόσμο. Σαν τους φυλακισμένους, που για να σκοτώσουν τις μαύρες τους ώρες, ζωγραφίζουν εικόνες απάνω στους τοίχους της φυλακής. Μ' ας μην το φαρμακώνουμε το γλυκό μας ταγέρι με λόγια πικρά. Παίζετε, λυγερές μου, παίζετε. &Πρέπει& να παίζετε σεις.

Κοίταξε με ορθάνοιχτα τα μάτια και αναγνώρισε τη Νοέμι, αλλά πίσω της, ταχτοποιώντας της τα τριαντάφυλλα στο καπέλο και τις πτυχές στο φόρεμα, στεκόταν η ντόνα Έστερ, που με τις άκριες από το σάλι της σαν μαύρες φτερούγες ριγμένες στους ώμους, του φάνηκε σαν να ήταν η σκιά της νύφης. «Καλά δεν είμαι έτσι;», ρώτησε η Νοέμι όρθια μπροστά του, διορθώνοντας τις μανσέτες της. «Δε νομίζεις πως είναι στενό αυτό το φόρεμα; Είναι της μόδας.

Είταν καλός ψαράς, και θαρρέψαμε πως μας έφερνε μεγάλη αρμαθιά σαργούς. Μα το ζεμπίλι, άλλο από μαύρες ελιές δεν είχε. — Τι τρέχει, γέρο, και μας έρχεσαι απόψε τόσο χαρούμενος; ρωτάει η μάννα. — Τηνε βρήκα τη Λενιώ και την έφερα πίσω άρρωστη, χλωμή, αδυνατισμένη, μα απείραχτη και τιμημένη σαν τη δροσιά πας στο φύλλο. Ο Θεός της έστειλε την αρρώστια και τηνε γλύτωσε από τα καταραμένα τους νύχια.

Μούρχεται έτσι να πάρω ένα δρόμο, να πηγαίνω, να πηγαίνω, και να μη σώνεται. Ν' ανεβαίνω και να κατεβαίνω βουνά, ποτάμια να διαβαίνω για να τη σβύσω τη φλόγα μου, σε μαύρες ερημιές να πλανιέμαι και να τρομάζουνε με τους στεναγμούς μου ταγρίμια. Να φεύγουν ταγρίμια, και γω να στενάζω μονάχος, πάντα μονάχος . . . Αρετούλα μου, Αρετούλα, μην το κάμης αυτό το κακό!

Χριστέ μου και Παναγιά μου! Τι μαύρες μέρες μας απαντέχουν και τι κακό μας ζυγώνει! Αμέ και τι νοιαζούμαστε γάμους, και δεν αρχινούμε τα μυρολόγια! Πώς δεν την αφίνουμε την αρχόντισσα να μυρολογάη και να δέρνεται, να συνηθίση κι αυτή κι εμείς για τα χερώτερα που μας έρχουνται. Μάτια τέσσερα, καημένε, λόγος να μη σου ξεφύγη.

Κύτταζε το χέρι του που κρατούσε το φλυντζάνι, το αντρίκιο και δυνατό με τις μαύρες τριχίτσες ως απάνω στα δάχτυλα, πούτον αγριεμένο και χονδρόπετσο απ’ τα ξύλα και τα εργαλεία, και τώρα γινότανε σα γυναικείο, για να της δώση να πιή και της ήρθε να το φιλήση, να το φιλήση -μα ντράπηκε- Κι αυτός δεν της έλεγε τίποτα. Στην αρχή, καθώς μπήκε μέσα, της είπε : Δεν έχεις τίποτα.

Και είμαι εγώ εκείνος που τα σκάρωσε όλαΣτην πόρτα η Νοέμι έστρεψε για να του κάνει αντίο με το χρυσό σταυρό. Αντίο. Κι εκείνος, όπως συνέβη και με τον Τζατσίντο, σχημάτισε την εντύπωση πως εκείνη ήταν που πέθαινε. Έβγαιναν όλοι, έφευγαν. Η ντόνα Έστερ έσκυψε απάνω του, σαν να ήθελε να τον σκεπάσει με τις μαύρες φτερούγες της. «Θα γυρίσω σύντομα, εγώ, μόλις τους συνοδεύσω.

Και την νύκτα ότε έπεσαν να κοιμηθούν, εις την μίαν άκραν της καλύβας αυτός και εις την άλλην ο Νάσος με την γυναίκα και το παιδί του ήκουσε την αλήθειαν. — Ξέρω κ' εγώ, αδερφέ έλεγεν ο Νάσος σιγά εις την γυναίκα του· έκλεψε σου λένε. — Και τον αφώρεσαν; — Τον αφώρεσαν λέει; δεν αηκούς με μαύρες λαμπάδες και λεβέτια καπνισμένα και αναθέματα!. . . — Για 'κείνο ήρθ' εδώ; — Για 'κείνοαμ' τι;

Πράσινη απλώνεται η φυτειά κ' η ράγες μεστωμένες, Μαύρες και κίτρινες, ξανθιές, μαυρολογούν, γυαλίζουν Στην πρώτη αχτίδα του ζεστού του ήλιου οπ' ανατέλλει, Σαν μαύρα μάτια, σαν χοντρά κλωνιά μαργαριτάρια.