United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφ' ού ικανήν ώραν με το τηλεσκόπιον περιειργάσθη όλον τον μεταξύ του Ελληνικού στρατοπέδου και της Ακροπόλεως τόπον, εκάλεσε πλησίον του τους αξιωματικούς και τους είπεν ότι νομίζει ωφέλιμον να κινηθώσιν οι Έλληνες προς την Ακρόπολιν διηρημένοι εις δύω σώματα, ανά τέσσαρας χιλιάδας έκαστον, και εφωδιασμένοι με οκτώ ημερών τροφάς και πολεμεφόδια και με τ' αναγκαία εργαλεία προς κατασκευήν οχυρωμάτων.

Κατά τον χειμώνα λοιπόν εκείνον διέταξαν τους συμμάχους να τοις προμηθεύσουν σίδηρον, και ητοίμασαν όλα τα απαιτούμενα εργαλεία προς οικοδομήν φρουρίων. Συγχρόνως δε συνεισέφεραν εξ ιδίων των, διά να στείλουν διά φορτηγών πλοίων εις τον εν τη Σικελία στρατόν επικουρίας και ηνάγκασαν τους άλλους Πελοποννησίους να πράξουν το αυτό.

Ενέχυρα τα εργαλεία, ενέχυρα ο κερεστές, οι σκάρες, το ένα ύστερ' απ' το άλλο με τη σειρά τους. Σιγά-σιγά ο παραγυιός έγινε αφέντης και ο αφέντης παραγυιός. «Το περίμενες ποτέ σουΤου λέγανε οι γνωστικοί του πατέρα μου. Εκείνος δε βαρυγνωμούσε. «Έτσι είν' ο κόσμος. Ένας ανεβαίνει κι' άλλος κατεβαίνει». Ως που κατέβηκε στον τάφο και μας άφησε στους πέντε δρόμους. Τακούς;

Πρώτος μάστορης στα καράβια. Δικό του ταρσανά, εργαλεία δικά του, κερεστέ βουνά, δουλευτάδες, κοπέλια. Φαμίλιες φάγανε ψωμί κοντά του. Καλφάδες καζαντίσανε. Καλός άνθρωπος με τόνομα. Άγιος κι' αυτός σαν τον πατέρα του. Ψυχικά όσα θέλεις. Το ψωμί να πάρη απ' τα παιδιά του να το δώση στους ξένους.

Και εάν την ώραν που είνε ξαπλωμένοι μαζή παρουσιάζετο ο Ήφαιστος με τα εργαλεία του και τους ηρώτα: — Τι είν' εκείνο που θέλετε να παραχθή από τους δύο σας, ω άνθρωποι;

Αι χείρες αυτού είνε τυλώδεις από το άροτρον και την βουκέντραν, τ' αγαπητά του εργαλεία, διά του ενός των οποίων αροτριά την γην, ενώ διά του ετέρου κεντά τους απειθείς και πυρίπνοας βους του.

Διότι δι' έκαστον είδος υφάσματος, καθώς είπαμεν, είναι εκ φύσεως κατάλληλος και μία σαΐτα και τάλλα εργαλεία κατά τον ίδιον τρόπον. Ερμογένης. Μάλιστα. Σωκράτης.

Κύτταζε το χέρι του που κρατούσε το φλυντζάνι, το αντρίκιο και δυνατό με τις μαύρες τριχίτσες ως απάνω στα δάχτυλα, πούτον αγριεμένο και χονδρόπετσο απ’ τα ξύλα και τα εργαλεία, και τώρα γινότανε σα γυναικείο, για να της δώση να πιή και της ήρθε να το φιλήση, να το φιλήση -μα ντράπηκε- Κι αυτός δεν της έλεγε τίποτα. Στην αρχή, καθώς μπήκε μέσα, της είπε : Δεν έχεις τίποτα.

Οι αγύρται έστησαν δύο εργαλεία και ήρχισαν τάχα να υφαίνουν, χωρίς να έχουν πραγματικώς ούτε στημόνι ούτε υφάδι· εζήτησαν μετάξια και χρυσάφια πολυτελέστατα, αλλά αυτά όλα τα έκρυβαν, και εδούλευαν εις τα ψεύματα και χωρίς τίποτε τα εργαλεία, από την αυγήν έως τα μεσάνυκτα. — Ήθελα να εγνώριζα πως προχωρεί το ύφασμα, είπε μέσα του ο βασιλεύς.

Λοιπόν δεν θα δεχθώμεν ότι και τα εργαλεία όλα εχάθησαν και οτιδήποτε είχεν εφευρεθή προς σπουδαίαν εξυπηρέτησιν της τέχνης ή της πολιτικής ή κάποιας άλλης σοφίας, όλα αυτά δεν ερήμαξαν την εποχήν εκείνην;