United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΒΕΡΑΕίναι ανάγκη να τον γνωρίζη κανείς; Φτάνει ότι είναι ένας ασθενής. Επιθυμεί τίποτε ο κύριος; Όχι, ευχαριστώ. Ο υπηρέτης μαζεύει τα πράματα και φεύγει προς το μέρος του ξενοδοχείου. ΒΕΡΑΓια πού μπάρμπ-Αργύρη; Δε μας χαιρετάς; Καλησπέρα σας. Με συμπαθάτε. Κατεβαίνω ως στο γιαλό. Δε με κολλάει ύπνος απόψε. Δεν ξέρω τι έχω και δε με κολλάει ύπνος. Πάω να καμαρώσω τη θάλασσα με το φεγγάρι.

Όχι! δε λυσσιάζω, να μη χαίρουνται. Καλά! Καλά! Βλέπουμε κατόπικαι κατεβαίνω. Κατέβηκα, ναι! Η μόνη ώρα που χάρηκα με τα σωστά μου! Ξάνοιξε η καρδιά μου πρώτη φορά. Ο ήλιος μου πότιζε την ψυχή. Ύστερις ας σκοτεινιάση! Αναγάλλιασα τουλάχιστο μια στιγμή, ησύχασα, γιατί τώρα είμουν πια βέβαιος. Λέλα, Λέλα, με καταστρέφεις, μα, ξέρω γιατί με καταστρέφεις.

ΜΟΛΟΣΣΟΣ Αα, μητέρα μου, μητέρα μου, κ' εγώ κατεβαίνω μαζί σου κάτω από τα φτερά σου. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Θύμα της σφαγής. Ω, βασιλείς της Φθίας! ΜΟΛΟΣΣΟΣ Ω, πατέρα, έλα να μας βοηθήσης! ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ω, αγαπημένο μου παιδί, θα κοιμηθής μέσα εις την γην εις το στήθος της δυστυχισμένης μητέρας σου νεκρόν και συ κάτω από το χώμα κοντά εις την νεκράν!

Με το αλαφρό μου φόρτωμα στην αγκαλιά κατεβαίνω σιγά τους βράχους κι όταν γυρίζω βλέπω εκεί απάνω το σκοτεινό ίσκιο της γυναικός μου. Κάθεται, όπως καθότανε ο Σβεν πρωτήτερα, και τα μάτια της κοιτάζουνε στο σημείο, όπου βασιλεύει ο ήλιος κι όπου έχουνε σβήσει οι τελευταίες ρόδινες φλόγες.

Ο διάλογος εξηκολούθησε δεξιά: — Άκουσε, αν πάθω τίποτε, σου κάνω διαθήκη· Σ' αφήνω την Κάκια.... να την προστατεύης, σαν αδελφός. — Αν την προστατεύσω σαν φίλος; — Σ' αφήνω την κατάρα μου! — Καλά, εγώ είμαι έτοιμος και κατεβαίνω. Έλα να πέσωμε μαζή. Μετ' ολίγον βλέπω τον φοβούμενον την συγκοπήν εις την κλίμακα.

Ένας πόνος απέραντος με πνίγει, θα πεθάνω από τον καημό. Η καρδιά μου φουσκώνει, και τα κλάματα γίνουνται πλημμύρα μέσα στην ψυχή μου. Όχι! όχι! δεν πρέπει να κλαίω, να τη λυπούμαι. Κατεβαίνω τη σκάλα. Λέλα μου, είσαι συ; Είναι η Λέλα με τη γλυκειά της τη φωνή· να της πάλε που ανεβαίνει σαν και πρώτα. Να η αγγελοκαμωμένη, η πιο θεόμορφη απ' όλες. Ο κόσμος δεν είδε τέτοια κόρη.

Αλλά βλέπω να προχωρά προς τανάκτορα το ζεύγος το οποίον είναι τόσον στενά συνδεδεμένον με μίαν απόλαυσιν θανατικών. Ω δυστυχισμένη γυναίκα και συ άμοιρο παιδί, που πεθαίνεις, διά να πληρώσης τον γάμον της μητέρας σου, ενώ είσαι αθώον συ και τίποτε κακόν δεν έκαμες εις τους βασιλείς! ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ιδού εγώ με αρματωμένα τα χέρια από τους βρόχους κατεβαίνω εις τον κάτω κόσμον.

Λέλα, μ' απάτησες, μα το ξέρω τώρα πως μ' απατάς. Αχ! ναι, ξέρω, το ξέρω πως δε γελάστηκα. Το ξέρω πως είχα δίκιο. Κατεβαίνω και μου δίνουν το γράμμα. Δεν ακούτε τα γέλοια που πετώ; Δε βλέπεις την αλήθεια; Δε σε θαμπώνει; Εμένα με στράβωσε το φως της. Τι κουτός που δεν το κατάλαβα ακόμη! Το διαβάζω το γράμμα. Τόφεραν τώρα, μου λέει ο δούλος. Είτανε γράμμα δικό του. Γράμμα του μορφονιού!

Ας είναι! είπε μετά στεναγμού η γραία. — Την άλλη νύχτα πάλι, ανίσως και δεν εύρης άλλο καταφύγιο εις μέρος πλειο κρυφό, και πλειο σίγουρο, έρχεσαι, και μου ρίχνεις ένα πετραδάκιαυτό το παράθυρο, ή στο μικρό μπαλκονάκι κατά το γιαλό, κατεβαίνω, σου ανοίγω, και σε κρύφτω πάλι στο κατωγάκι. — Καλά! . . . Μα, για κύτταξε, έφυγε ο Κυριάκος;

Σα νάκουσα την πόρτα να τρίζη. Εγώ ξέρω η πόρτα πού είναι. Αχ! ας φαίνουνταν αφτή η πόρτα από το παραθύρι, και τους τσάκωνα αμέσως. Γιατί, γιατί να στρίβη ο δρόμος, γιατί να μην τη βλέπω από κει που κάθουμαι και καρτερώ, την πόρτα την καταραμένη! Και τι πειράζει που δεν τη βλέπω; Η Λέλα πού είναι; Στο περιβόλι; Και βέβαια! Ορμώ στην κάμερή της. Δεν είναι. Κατεβαίνω.