United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και, — όταν κάποτε η βαρυθυμία επαυξάνεται, και μου επιτρέπη η Καρολίνα την αθλίαν παρηγοριά να κλαίω τον καϋμόν μου επάνω εις το χέρι της, — τότε πρέπει να απέλθω, πρέπει να φύγω! και περιπλανώμαι τότε μακράν εις τους αγρούς, Να αναρριχώμαι τότε εις απόκρημνον βουνόν είναι η χάρι μου, να ανοίγω από άβατον δάσος ένα μονοπάτι, διά των βάτων που με πληγώνουν, διά των ακανθών, που με κατασχίζουν!

Και μετά τον γάμον; — Αλλοίμον! το ανθοκομείον εχρεωκόπησε και διελύθη· το δε οπλοστάσιον ήλλαξε θέσιν· τα τόξα εις την γλώσσαν ετοποθετήθησαν, τα δε βέλη εις τους όνυχας! Και έκλαιε, και έκλαιε. Ανοίγω την Διαθήκην την Χρυσήν και λέγω προς τον δυστυχή: — Το βιβλίον τούτο θα σε εφρούρει από την συμφοράν.

Με κλάυματα η Πεντάμορφη 'ςταίς θύραις κατεβαίνει: — Για εσέ, λεβέντη ωμορφοννιέ, λεβέντη καββαλάρη, Που μέσ' 'ς τα τόσα αίματα τόσα κορμιά έχεις θάψει, Και σήμερα μ' εγλύτωσες από σκλαβιά μεγάλη, Για εσένα ανοίγω σήμερα το κάστρο μου να ανέβης. Πες μου, τι θέλεις, τι καλό μεγάλο να σου κάμω.

ΛΑΕΡΤΗΣ Εις τους καλούς του φίλους ταις αγκάλαις μου ανοίγω, και, ως ο ζωοδότης πελεκάνος , 'ς αυτούς είμ' έτοιμος να δώσω το αίμα μου τροφήν. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Τώρα ομιλείς, Λαέρτη, ως αγαθός υιός και ως ευγενής τωόντι. Ότ' είμαι αθώος του θανάτου του πατρός σου, και ότι κατάκαρδα λυπούμαι και τον κλαίω, τούτ' ως ίσια γραμμήτον νουν σου θα περάση όπως το φωςτον οφθαλμόν σου.

Στη στράτα που γυρίζαμε, δεν είχε νυκτώσει ακόμα πολύ, και βλέπω ένα μικρό κομπόδεμα χάμου. Σκύφτω, το μαζεύω, τ' ανοίγω και βλέπω που είχε μέσα τρία σβάντζικα. Η φαμίλια η Πλακιώτικη, που μας είχε φιλέψει το κρασί, μία γυναίκα με τον άνδρα της και με δυο παιδιά, είχαν ξεκινήσει κ' εκείνοι πεζοί ολίγο μπροστά από μας, κ' είχαν προπεράσει ως μία τουφεκιά τόπο.

ΣΤΑΥΡΟΣ Σας το ζητώ και πάλι για χάρη. Δεν πειράζει αν είναι στη σοφίτα. Τόσο το καλύτερο για μένα. Δεν ξέρετε πόσο μ' ευχαριστεί, ν' ανοίγω το πρωί το παράθυρο, και να βλέπω την ανοιχτή θάλασσα τρικυμισμένη κι ανταριασμένη, και βαθιά τον ορίζοντα θολωμένο και συγνεφιασμένο, και να φαντάζουμαι τον ήλιο και να τονέ λαχταρώ.

— Ω! πόσα θεατρικά έργα βλέπω εδώ, είπε ο Αγαθούλης, Ιταλικά, Ισπανικά, Γαλλικά. Ναι, απάντησε ο συγκλητικός, είναι τρεις χιλιάδες και δεν έχει ούτε τρεις ντουζίνες καλά. Αυτές τις συλλογές λόγια, που όλες μαζί δεν αξίζουνε μια σελίδα του Σενέκα, κι' όλους αυτούς τους χοντρούς τόμους θεολογίας, δεν τους ανοίγω ποτέ, ούτ' εγώ ούτε κανείς άλλος. Ο Μαρτίνος παρατήρησε θέσεις γεμάτες αγγλικά βιβλία.

Οκτώ ημέρες υστερώτερα έρχεται ένας ευνούχος, ονόματι Καμπούρ, και μου βάνει μίαν γραφήν εις το χέρι, και ευθύς μισεύει· ανοίγω την γραφήν και βλέπω ότι η Τζελίκα με τες σκλάβες της με εκαλούσαν, εκείνην την βραδειάν να ευρεθώ εις τον κήπο με τον ίδιον τρόπον που είχα ευρεθή την άλλην φοράν.

Δεν έχει φόβον, και αν μας ακούσουν δεν βλάπτει, θα νομίσουν ότι σκάπτω διά πότισμα. Εξηκολούθησεν ο γέρων, ήρχισα δε κ' εγώ αντικρύ του με την αξίνην μου ν' ανοίγω τον λάκκον. Αλλ' ενώ οι βραχίονές μου ανέβαινον και κατέβαινον μία φωνή τρυφερά μου εφαίνετο αντηχούσα εις τα ώτα μου•― «Λουκή, γλύτωσέ μεΠας της αξίνης κτύπος μου έλεγε δι' εκείνης της φωνής: «Λουκή, Λουκή

Ας είναι! είπε μετά στεναγμού η γραία. — Την άλλη νύχτα πάλι, ανίσως και δεν εύρης άλλο καταφύγιο εις μέρος πλειο κρυφό, και πλειο σίγουρο, έρχεσαι, και μου ρίχνεις ένα πετραδάκιαυτό το παράθυρο, ή στο μικρό μπαλκονάκι κατά το γιαλό, κατεβαίνω, σου ανοίγω, και σε κρύφτω πάλι στο κατωγάκι. — Καλά! . . . Μα, για κύτταξε, έφυγε ο Κυριάκος;