United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ύστερα από λίγο, άρχισε το τραγούδι του Ξενιτεμένου, που βουλιέται να γυρίση στην πατρίδα του. «Τώρα είν' ο Μάης κι' η άνοιξη, τώρα 'ντό καλοκαίρι, «Τώρα κι' ο Ξένος βούλεται στον τόπο του να πάη... «Νύχτα σελώνει τ' άλογο, νύχτα το καλλιγόνει «Βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφι’ ασημένια.. »

Αυτή σαν τον είδεν επήγε να πέση εις τα ποδάρια του, μα αυτός εμποδίζοντάς την, της είπεν· Ω Φαρουχνάζ, ο μέγας Καισάγιας είναι κατά πολύ θυμωμένος εναντίον σου, επειδή είσαι εναντία εις τους νόμους του ουρανού· εσύ είσαι υπό την εξουσίαν του δαίμονος· αυτός είναι εκείνος, που σε βάνει εις αυτήν την στράταν εναντίον των ανθρώπων.

Το μήλο πήρε η Αφροδίτη βραβείο της ομορφιάς της· τούτο κ' εγώ για βραβείο σου δίνω· έχετε κ' οι δυο τούς ίδιους κριτάδες σας· εκείνος ήτανε βοσκός· εγώ γιδάρης. Αφού είπεν αυτά το βάνει στο κόρφο της· κ' εκείνη, όταν εσίμωσε, τον εγλυκοφίλησε. Κ' έτσι ο Δάφνης δε μετάνοιωσε που αποκότησε ν' ανέβη τόσο ψηλά, επειδή επήρε φιλί καλύτερο κι από το χρυσό μήλο.

Έτρεχε· πού να την φτάση! σαν έξυπνος τέλος αλείβεται κ' εκείνος νέφτι. Τόρα την φτάνει και την περνάει. Διαβαίνει από το σπίτι του και βάνει τις φωνές: — Γυναίκα, έβγα να πιάσης το χτήμα κ' εγώ έχω δρόμο ακόμη!... — Ο Κώστας ατάραχος εδέχθηκε του Γαλαξειδιώτη το πείραγμα και τους σαρκασμούς των συντρόφων του.

Βάνει τις φωνές, ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν και τις επίλοιπες βάρκες στη θάλασσα, βάνουν όλο το πλήρωμα μέσα και βγαίνουν έξω οι καπετάνοι. Βγαίνουν έξω, ρίχνονται αποδώ, τρέχουν αποκεί, φωνάζουν, βρίζουν, φοβερίζουν μα ποιος τους ακούει; Όλοι οι άντρες είνε πιασμένοι στα χέρια.

Πίσω από τα κάγκελα της πόρτας βλέπει τον Άγιον Πέτρο με τα κλειδιά κρεμασμένα στο ζωνάρι του, με τα μάτια μισοκλεισμένα, τη μύτη μακρουλή και κόκκινη σαν πιπεριόνος. Ο Άγιος Πέτρος, ακούς, είν' ένας μεθύστακας που βάνει κάτω τον καλήτερο κρασοπατέρα του Απάνω Κόσμου. Εκείνη την ώρα ήταν στουπί στο μεθύσι.

Μον η Αλπού, που όλο Υπόφτευε το δόλο, 930 Σαν πονηρή ερευνόντας, Καλά παρατηρόντας Από το ένα αυτί του Την ψεύτικη στολή του, Κι' από το γκάρισμά του 935 Την τέλια γαϊδουριά του· Σωστά βεβαιομένη, Την είδησι προφταίνει Ευτύς του νοικοκύρι, Οπού είχε παραδείρει, 940 Πολλά περιπατόντας, Το γάιδαρο ζητόντας Κι' οπού σαν το μαθαίνει, Τον πιάνει, και τον γδαίνει, Του βάνει το σαμάρι, 945 Και πάλε σα γομάρι Στο σπίτι του τον φέρει, Και, ως έπρεπε, τον δαίρει·

Με παρόμιας γνώσις φώτα, Υστερνά για αυτόν και πρώτα, Άκοπα θαματουργεί. Τόσα κατορθώματά του, Οχ τα πλιο καθημερνά του. Δε χωράει ακέρια γη. Τα παχιά κορμιά αχαμναίνει, Τ' αχαμνά σού τα παχαίνει, Δίνει μάτια των στραβών· Τους ψηλούς, ευτύς χαμηλόνει, Τους κοντούς κι' αυτούς ψηλόνει, Βάνει γλώσσα των βουβών Στα μικρά τα πάθια όμως, Το νοητό του είναι τρόμος· Κάθε νους τον απορεί.

Και στέκει η Ίριδα σιμά στο γέρο, και τον κράζει σιγά λαλώντας, κι' έπιασε το γέρο ως μέσα ο τρόμος 170 «Γιε του Δαρδάνου, έλα καρδιά, μη βάνει ο νους σου φόβο. Δεν ήρθα εγώ γιατί δεινά θωρώ που σου πλακώνουν, Μον ήρθα με καλούς σκοπούς. Του Κρόνου ο γιος με στέλνει, που κι' απ' αλάργα σε πονάει και σε φροντίζει πάντα.

Ήξερε αυτός από μικρός ότι όποιο παλληκάρι Αρπάξη τ' ολομέταξο μαντήλι της Νεράιδας, Εκείνη αφίνει τα νερά, τον παίρνει από κατόπι, Και γίνεται γυναίκα του και γίνεται 'δική του. Βάνει ο Γιαννούλας φυλαχτό μπαρούτι και λιβάνι Και πάειτης πέτραις της οχθιάς κι αρπάζει το μαντήλι Και ροβολάτη λαγκαδιά και χάνεταιτα πεύκα.