United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ύστερα η γρηά, σαν ετράβηξε τη στάμνα μέσα, έκαμε πάλι να σπρώξη την πόρτα, για να με κλείση απ' έξω. Εγώ έπιασα με τα δυο χέρια το φύλλο της πόρτας, κ' είπα·Τι κάνουν μέσα; Άκουσα σιγανή ψαλμωδία και διάβασμα παπά. — Βαφτίζουν, μου είπεν η καλόγρηα, με τρόπον που έδειχνε πως ήτον στενοχωρημένη που δεν μπορούσε να με απομακρύνη. Επέρασα το κεφάλι στο άνοιγμα της πόρτας. Ξαφνίστηκα.

Ήταν τα στριφογυρίσματα του κλειδιού της πόρτας του σπιτιού και τα πατήματα του Λάμπρου και της Βασίλως, οπώφευγαν από τα χώματά τους δίχως μιλιά, δίχως δάκρυα. Ο δρόμος, λιθοστρωμένος κάπου κάπου από τον καιρό τ' Αλήπασ' ακόμα, ακολουθάει την ποταμιά κι ανεβαίνοντας κατά τη Λάκκα πέφτει μέσα στα βάθη των Στενών του Σουλιού.

Πρέπει να στείλετε εξάπαντος κάποιον να φωνάξει τον Έφις. Ήρθε ο Τζατσίντο. Μετά να έρθετε να κοιμηθείτε μαζί μου. Φοβάμαι να μείνω μόνη…. με έναν ξένο…» «Θα πάω να φωνάξω κάποιον για να τον στείλω στο κτήμα. Εγώ όμως στο σπίτι σας δεν έρχομαι, όχι. Το σπίτι δεν το αφήνω στα χέρια του στοιχειού…Και για να μην μπει το στοιχειό όσο θα έλειπε, άφησε αναμμένο το δαυλί στο κατώφλι της πόρτας.

Δεξιά μας το Κουμ-καλέ, αριστερά το Συτίλ- Μπαχάρ, ορθάνοικτα φύλλα της πόρτας του γαλάζιου πορθμού. Άνεμος δροσερός μας αναρριπίζει όλους. Αύραι ζωνταναί, αι αύραι του Ελλησπόντου. Τας βλέπεις σχεδόν πνεούσας κυανάς από το Τσανάκ- καλέ, αόρατον όπισθεν μιας κυανής άκρας της ασιατικής παραλίας.

Και αφού επήραν άλλα που τους έκανε χρεία, εν τω άμα εβγήκαν και ολίγον υστερώτερα ακούω τον μεγάλον κτύπον της πόρτας που έκλεισε, και μοναχά εγώ έμεινα. Και ούτως έμεινα μόνος κλεισμένος εις εκείνο το φοβερόν σπήλαιον το οποίον μη λαμβάνοντας άλλο φως, παρά μόνον εκείνο που έρχονταν από την πόρταν, εφάνηκεν ευθύς που έκλεισε πλέον σκοτεινόν από τον άδην.

Τι νάρθει ως το στρατό θνητός, και νιος αν πεις λεβέντης, 565 δε θα κοτούσε· τους φρουρούς δε διάβαινε κρυφά τους, μήτε και σάλεβε έφκολα της πόρτας μου το σύρτη· Έτσι άσε, γέρο μην κεντάς τη θλιβερή καρδιά μου, μήπωςκαι πρόσπεφτο έτσι εδώκι' εσένα δε σ' αφήκω γερό, και τότες στου Διός το λόγο θ' αμαρτήσω570 Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε και τ' αγρικάει το λόγο.

Μην τύχη και χάσουν την «έχταχτη και πρωτοφανή περίσταση, — είπ' ο Βλογιάρης». Μόνο από τη χαραμίδα της κλεισμένης πόρτας του Θύμιου του μάγερα αγνάντια, ξέφεβγε κι άπλωνε πάνω στου κήπου τη φράχτη, ένα κοκινόξαθο φωτεινό ζουνάρι. Πέρα ελαμποκοπούσε του Δήμαρχου το σπίτι από το άφτονο φως, που πλημυρούσε μέσα η σάλα του. Εξεχυνόταν χείμαρος ολόφωτος από τα διάπλατα ανοιχτά παράθυρα.

Ο λεβέντης αμαξηλάτης φάνηκε σε λίγο στην πόρτα με μια μεγάλη κούπα γεμάτη από κόκκινο Καστριώτικο κρασί. Ακούμπησε στον ορθό της πόρτας έζαψε τη μισή κούπα, έβγαλε από το στόμα του ένα ηδονικό «άαακαι μας χαιρέτησε. Ένας από μας τότε τον ρώτησε ποιοι είταν αυτοί οι ξένοι.

Άλλοι έτρεξαν κ' εστήλωσαν τα κεφάλια τους στα χοντρά κάγκελα του παραθυριού κατά τη σκάλα, να ιδούν όξω τι τρέχει. Όταν έπαψαν τα πατήματα απόξω, εφάνηκε ανάμεσα από το σιδερόφραχτο φεγγίτη της πόρτας του Αρχιφύλακα η λιοκαημένη μορφή, κάτου από το βυσινοκόκινο φέσι του. — Εδώ, Σκοπέ! έκαμε βροντερή κι άγρια του Κυρ-Λοχία η φωνή, μπρος την πόρτα.

Νησιώται τινές από τα ύψη του Κάστρου, ιδίως από την ταράτσαν της Πόρτας εθεώρουν περιέργως την αποπλέουσαν «Γαλανομμάταν», η οποία χορεύουσα και πηδώσα έσχιζε τα κύματα μετά χάριτος ζηλευτής, εν ώ ήδη ανεμοστρόβιλος σχηματισθείς εις την κορυφήν του Πηλίου, ανετάραττε το πέλαγος, κατάμαυρον ηπλωμένον, ως πένθιμον σινδόνιον. — Δεν βλέπεις, αθεόφοβε, τον καιρό!