United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μένων Και σου εφάνηκε, ότι δεν είξευρε; Σωκράτης Δεν ενθυμούμαι και καλά, Μένων, ώστε δεν ξεύρω τίποτε, ως προς το παρόν, πώς τότε μου εφάνη. Ίσως όμως και εκείνος να γνωρίζη και συ πάλιν εκείνα που εκείνος έλεγεν. Ενθύμησέ με λοιπόν τι είπεν ή αν δεν θέλης τα ιδικά του λόγια, ειπέ μου συ ο ίδιος. Μένων Πολύ καλά. Σωκράτης Λοιπόν ας αφήσωμεν τον Γοργίαν, αφού είναι και απών.

Επειδή αφού ντύθηκε η Χλόη κ' έδεσε τα μαλλιά της επάνω κ' έπλυνε το πρόσωπό της, τόσο ομορφότερη εφάνηκε σ' όλους, που κι ο Δάφνης μόλις την εγνώρισε. Μπορούσε να ορκιστή κανένας και χωρίς τα σημάδια, ότι τέτοιας κόρης δεν ήτανε πατέρας ο Δρύαντας. Μα κι αυτός ήταν εκεί κ' έτρωγε μαζί με τη Νάπη, έχοντας παρέα σε ξεχωριστό τραπέζι το Λάμωνα και τη Μυρτάλη.

Ο Ρούντυ τα άκουγε προσεκτικά με περιέργειαν, αλλά χωρίς καθόλου φόβον, — δεν τον ήξευρε τι πράμμα είναι· και εκεί που άκουγε, του εφάνηκε 'σάν να άκουγε το δαιμονικόν υπόκωφον μούγκρισμα· ναι, εγίνετο περισσότερο ακουστόν, το άκουγαν ακόμη και οι άνδρες, εκρατούσαν την ομιλίαν των μέσα των, ενέτειναν την ακοήν των, και έλεγαν εις τον Ρούντυ πως δεν πρέπει να κοιμηθή.

Πότε γλυκοκυττάζει Ψηλά τ' αστέρια τ' ουρανού, πότε κατά το ρέμμα, Που μέσ' 'ς το φως του φεγγαριού σαν νάν' ασήμι αστράφτει, Κ' εις κάθε φύλλο από δεντρί και χόρτο που κουνιέται Γυρίζει το τουφέκι του, στηλώνη τη ματιά του ..... Κι' ουδ' ένα 'λάφι εφάνηκε, ουδέ κάν' άλλο αγρίμι, Απ' τη σπηληά π' ανοίγεται παρέκει από το ρέμμα, Ξανθαίς Νεράιδες και Ξωθιαίς αυτήν την ώρα βγαίνουν.

Έτσι και μια γυναίκα, είνε περισσότερ' από μια ώραήρθε και εγονάτισε στο μνήμα· θάκαμε ως φαίνεται, λάθος. — Ποια γυναίκα; είπεν ο Κλέων. — Την είδα από κει κάτω, από τη γωνιά μου, μα όσο να έρθω να ιδώ έφυγε . . . Μια πολύ αδύνατη, μου εφάνηκε. — Ά! είπεν ο ιατρός. Και απεμακρύνθη βραδυπορών. Εβάδισεν επί πολύ εν ταραχή.

Κ' έτσι έγινε• την ώρα δε που ο καβαλλάρης ήλιος εφάνηκε στον ουρανό τον κύκλο του να κάνη, εμβήκε κ' η προφήτισσα μέσ' στο μαντείο του θεού• μα μόλις το μικρό παιδί στα μάτια της αντίκρυσε, ετρόμαξε, μήπως καμμιά δυστυχισμένη κόρη απ' της Ιέρειες των Δελφών εκρυφογέννησεν εκεί και το παιδί της στου θεού τους τόπους είχε αφήση, και να το ρίψ' ηθέλησε απ' έξω απ' την θυμέλη• μα πάλι την σκληρότητα η ευσπλαχνία ενίκησε, γιατί ο Απόλλων βοηθός εφάνη στο παιδί του να μη διωχθή απ' το ναό• για τούτο κ' η προφήτισσα τανάθρεψε, τη μάννα του χωρίς ποτέ να μάθη κ' εκείνον που το γέννησεν, αν ήτανε ο Φοίβος.

«Να ζήσ' η νύφη κι' ο γαμπρός και να καλογεράση. Ο Στέφανος, μεθυσμένος, ξαπλώθηκε κατά γης και απολάμβανε. Άξαφνα ο γέρω Μαρούπας ανησύχυσε· του εφάνηκε ν' άκουσε κάτι σαν πάτημα· έτρεξε στην άκρη του χωραφιού. Έστησε τ' αυτί του κ' εδιάκρινε τώρα ποδοβολητά να πλησιάζανε ολοένα· και σαν να ήταν κάμποσα.

Εκείνη την ώρα μπαίνει ένας και κράζει τον μπέη παράμερα: — Ένας γέροντας λέγει, εφάνηκε στην Πεζούλα ερχάμενος από τη θάλασσα. Έρχεται να γιατρέψη τη μπεοπούλα. Καθώς τ' ακούει εκείνος ευθύς αναγάλλιασε. — Τρέξετε γλήγορα, λέγει στους ανθρώπους του· γλήγορα να μου φέρετε τον γέροντα. Τρέχουν εκείνοι αστραπή, βρίσκουν ένα κοντό και κακοτράχαλο γεροντάκι καβάλα σε μια κασσέλα.

Και στη μοναξιά της, όλο λογάριαζε πώς θα λαμποκοπάη στα χρυσά της μαλλιά ο μικρός ήλιος, κορώνα της ομορφιάς της. Τίποτε άλλο δε λογάριαζε. Η καρδιά του Παύλου και τα συλλογικά του ήτανε δικά της και τα κρατούσε στα χέρια της. Ένα περίμενε μόνο, το διαμάντι. Μήνες ήρθανε απάνω στους μήνες κι' ο Παύλος δεν εφάνηκε. Πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε κι' ο χειμώνας και τίποτε. Η Παυλίνα έσκαζε από μέσα της.

Μολονότι δε ο Θωμάς του είχεν είπη ότι ηδύνατο κατά τας εορτάς να πηγαίνη να τους βλέπη, εθεώρησεν αναγκαίον να δικαιολογήση την επίσκεψίν του και είπεν ότι μετέβη να ζητήση την μητέρα του, την οποίαν ενόμιζεν ότι θα εύρη εκεί. — Δεν είν' επαδά η μάνα μου; ηρώτησεν. — Όι, δεν εφάνηκε από 'παδά, είπεν ο Στρατής, χωρίς σχεδόν να στραφή προς τον επισκέπτην.