Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
Και διακόπτων την διήγησίν του λέγει: — Αν είναι, θαρθή απόψε, παπά-Κονόμε. Ο ιερεύς ανετινάχθη επάνω. Ο βοσκός εξηκολούθησεν: — Δεν της έκαμες σήμερα τα σαράντα; Ε, αν είναι, απόψε θαρθή. Εφάνηκε τη βραδειά που απέθανε, στα τρίμερα και στα νηάμερα· καθώς σου είπα, θα φανή και στα σαράντα. Δεν είναι δυνατόν. Ο αγρότης περίεργος υπελόγιζε τας ημέρας και ανέμενε την νέαν οπτασίαν.
Ανασηκώθηκα όμως στα πόδια μου για να ιδώ τουλάχιστον και μου εφάνηκε πως ήτανε ξένος εκείνος που συζητούσατε· ποιος ήτανε λοιπόν; Σωκράτης Μα για ποιον ερωτάς, Κρίτων; γιατί δεν ήτανε ένας, ήτανε δύο.
Κι' εσένα πάλι οι τρελλοί να σε θωρούν μαζί μου, Μεταχαράς σε δέχουνται απ' αφορμή δική μου. Σε ταύτα η Αλήθεια στρέγοντας,το Ψέμα αγγαλιασμένη Στης φορεσιά του εφάνηκε με ταύτο σκεπασμένη, Κι' αφόντης ανταμόθηκαν το Ψέμα κι' η Αλήθεια, Στης γης τη σφαίρα επλήθυναν τα τόσα παραμύθια. Τα παραμύθια εξιστορώ· τους μύθους ξεδιαλέγω. Στολνώ το Ψέμα όσο μπορώ και την Αλήθεια λέγω.
Θαρρεί πως εφάνηκε το αίμα στα χέρια του, για να τον προδώση. — Αφού δεν το είδες με τα μάτια σου, του είπα, τι σε μέλει και τον κακολογάς. Κάθε αρνί κρεμιέται από το ίδιο του ποδάρι. Και αν είναι αλήθεια, έχει Θεό που θα τον κρίνη και ας όψεται. Κάμε μου μόνο την χάρι, και μη ανακατώνεσαι στην υπόθεσι της πόστας: Αυτός χωρίς αιτία βέβαια δεν την παραιτά.
Εφάνηκε να τρεμουλιάζη από την κορφή ως τα νύχια. Δισταγμός κάποιος εμπήκε στην ψυχή του· κρύος φόβος επάγωσε τον νου του κ' εσταμάτησε. Εδοκίμασε πάλι να κινηθή, εταλαντεύθηκεν, έκαμε δυο κλωθογυρίσματα στον τόπο του κ' εστάθηκε πάλιν ακίνητος, σμίγοντας τη θάλασσα με τον ουρανό πύργος γυάλινος. — Δεν κάναμε τίποτα· είπε πικραμένος ο καπετάνιος στον ναύκληρο. — Τίποτα· το βλέπω κ' εγώ.
Σύγκαιρα το Δημητράκη τον κυρίεψε παράδοξη ανησυχία. Τα νεύρα του έτρεμαν, σαν το βελόνι που το πλησιάζει ο μαγνήτης. Ένα κεφάλι κόρης εφάνηκε στην αντικρυνή μάντρα, μισοκρυμμένο στα φύλλα μιας καστανιάς. Μαύρα μαλλιά πέφτανε ζερβόδεξα κυματιστά και λαμπερά. Το σταράτο πρόσωπο, στολισμένο με μαύρα φρύδια σμιχτά και ισκιερά ματόκλαδα καθρέφτιζε γαληνεμένη θάλασσα.
Πάλι τα εσήκωσα επάνω. Τελώνιο ήταν εκεί, λαμπυρίδα ωχροκίτρινη, συχαμερή μύξα, ελάχιστο στον όγκο του, τρίσμεγα στη δύναμι και τη σημασία του. Αλλά ο σύντροφος με το χασκογέλαστο πρόσωπο του, μάτια του τα πύρινα, με τα σκελετωμένα χέρια μου εφάνηκε φοβερώτερο Τελώνιο, ψυχωμένος Σατανάς από εκείνους που τελωνίζουν τις ψυχές ψηλά στο άπειρο.
Ένα πρωί τέλος πάντων είδα στην εφημερίδα ότι εγύρισεν ο συνταγματάρχης από την Θεσσαλίαν κ' ετράβηξα ολόισια εις το σπήτι του. Ήταν δέκα η ώρα και τον ευρήκα ακόμη εις το στρώμα, μακάριο και ροδοκόκκινο, με κεντητό φεσάκι απάνω στη φαλάκρα του. Απόπινε τον καφέ του κ' έπαιζε μ' ένα γάτο. Εφάνηκε σαν να δυσκολεύεται να με γνωρίση, και δεν είχε και πολύ άδικο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν