United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εταράχθη με ένα τριγμόν υπόκωφον και σκληρόν, όμοιον με εκείνον που προσείλκυσε την προσοχήν του βασιλέως και των συμβούλων την στιγμήν κατά την οποίαν η Τριπέττα εδέχθη εις το πρόσωπον το περιεχόμενον του κυπέλλου του. Αλλ' αυτήν την φοράν δεν υπήρχε τρόπος να ερωτήση τις από που προήρχετο ο θόρυβος αυτός.

Δεν ύψωσα τους οφθαλμούς να ίδω τον καπνόν των εχθρικών τουφεκιών. Τους είχα προσηλωμένους εις το σημείον της όχθης, όπου έπρεπε να φθάσωμεν. Έτρεχα, έτρεχα, — αι δε σφαίραι εσύριζον γύρω μου, και έτρεχα και ήκουα αριστερά και δεξιά όπισθέν μου τον ποδοβολητόν των συντρόφων μου, και αίφνης ήκουσα κραυγήν φοβεράν και συγχρόνως τον υπόκωφον κρότον σώματος πίπτοντος κατά γης.

Το πρόσωπον του Αούλου εξέφρασε και πάλιν οργήν και λύπην. — Εάν ήμην μόνος, εις τον κόσμον, είπε με υπόκωφον φωνήν, δεν θα την παρέδιδον ζώσαν και οι συγγενείς μου θα ηδύναντο να φέρουν σήμερον αναθήματα εις τον Δία τον ελευθερωτήν. Θα υπάγω εις τον Καίσαρα και θα τον ικετεύσω να αναθεωρήση την απόφασίν του. Θα με ακούση; Δεν γνωρίζω.

Παρήλθον δέκα λεπτά της ώρας, και γενναίον πετροβόλημα άρχισε να δέρνη την στέγην, τας ξυλώσεις και τας δοκούς του αφατνώτου πατώματος της ερήμου οικίας. Πολλοί λίθοι με υπόκωφον δούπον, διερχόμενοι διά των δοκών, και άλλοι διά της θύρας, έπιπτον εις το έδαφος του ισογείου.

Είχε σιγήσει ο φοβερός τυφών, και είχε κοπάσει η λαίλαψ, και η θάλασσα έβραζεν ακόμη, με υπόκωφον βοήν, δεχομένη τα χωματόχροα και θολά ρεύματα των χειμάρρων, και ο άσπιλος πόντος είχε μιανθή από της γης τας ύλας. Ο ήλιος είχε φανή εις μίαν γωνίαν του ουρανού, τα σύννεφα είχαν συμμαζευθή εις μίαν άλλην γωνίαν.

Ο Ρούντυ τα άκουγε προσεκτικά με περιέργειαν, αλλά χωρίς καθόλου φόβον, — δεν τον ήξευρε τι πράμμα είναι· και εκεί που άκουγε, του εφάνηκε 'σάν να άκουγε το δαιμονικόν υπόκωφον μούγκρισμα· ναι, εγίνετο περισσότερο ακουστόν, το άκουγαν ακόμη και οι άνδρες, εκρατούσαν την ομιλίαν των μέσα των, ενέτειναν την ακοήν των, και έλεγαν εις τον Ρούντυ πως δεν πρέπει να κοιμηθή.

Μετά τινα στιγμήν οι θεαταί οι πλησίον του στίβου ήκουσαν τον υπόκωφον δούπον θραυομένων οστών έπειτα το ζώον εκυλίσθη ως όγκος με στραγγαλισμένον τον τράχηλον, νεκρόν πλέον. Εν ριπή οφθαλμού ο γίγας έλυσε την κόρην από των κεράτων του ταύρου και την έλαβεν εις τους βραχίονάς του, έπειτα ήρχισε να πνευστιά ταχέως.

Έν α! βραχνόν, βαρύ και υπόκωφον, εκφράζον απαλλαγήν από βάρους πιέζοντος την καρδίαν κ' ενταυτώ θαυμασμόν κ' έκπληξιν και αποθάρρυνσιν και χαράν ως δυσέφικτος προσδοκία πραγματοποιουμένη. Δεν εφλυάρει μόνον ο ενωμοτάρχης, αλλά και έπραττε· δεν είχε μόνον καλόν όπλον, αλλά και χείρα άτρομον και αλάνθαστον οφθαλμόν.

Μόνος ο πελώριος καραβόσκυλος, ο προσδεδεμένος με την στερεάν άλυσον έξωθεν της καλύβης, όπισθεν της πρύμνης του μεγάλου σκάφους, εξέπεμπεν απειλητικόν υπόκωφον γρυλλισμόν, ως να διέκρινεν αυτός μόνος τον βόμβον των κηφήνων από του βόμβου των μελισσών, κ' εφαίνετο, αν του το επέτρεπαν, έτοιμος να εφορμήση.

Ο ηγούμενος εξηκολούθει να ήνε άφωνος. Ενόμιζες ότι αι λευκαί τρίχες του παχέος μύστακος αυτού απέκρυψαν τελείως το στόμα του. Και μόνον ένα θρήνον τώρα εξέβαλεν υπόκωφον. — Και τα είχαμε διά την ζωγραφίαν της Εκκλησίας! . . .