United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Δημητράκης εμάντεψε τη στενοχώρια των αλλουνών κ' έκαμε την αρχή. Αμέσως εκείνοι άφηκαν ελεύθερη την όρεξη τους. Το σαράβαλο χτίριο βούιξε σαν ταβέρνα. Ο Αρχαιολόγος ξαφνίστηκε και τους κύτταξε με θολά μάτια, σα να τους ρωτούσε την αιτία. Έπειτα όμως συνήρθε, κούνησε το κεφάλι.... — Γελάτε; γελάτε; είπε στα σοβαρά εκεί να σας είχα για να ιδώ αν θα γελούσατε...

Ο δε φοβούμενος να εμβαπτίση την χείρα του εκεί εις τα θολά, όπου άγνωστον αν δεν συναντήση τα ανοικτά στόματα του οστράκου, σκληρά ως λαβίδα σιδηράν, δεν δύναται να συλλάβη καρκίνους.

Και του ήρχετο ηρέμα και γλυκά εις την ανάμνησιν η ωραία παπαδοπούλα, η οποία ζώσα επεριποιείτο το εξωκκλήσιον. Και παραδόξως ήρχισε να μη αισθάνεται πλέον την παλαιάν θλίψιν. Ο πόνος εις την καρδίαν του εγένετο γλυκύς και τα δάκρυα οπού εσχηματίζοντο εις τα μάτια του δεν ήσαν θολά πλέον, αλλά στιλπνά και λαμπρά ως αδάμαντες, εκείνα που ονομάζουν οι ασκηταί χαρμολύπης δάκρυα.

Πλην τώρα είμαι γέρος, κι' αυτά εδώ τα βάσανα μ' αφάνισαν... Ποιος είσαι; Τα 'μάτια μου εχάλασαν. — Τώρα σου λέγωτώρα... ΚΕΝΤ Αν ημπορή να καυχηθή η Τύχη διά δύο 'π' αγάπησε κ' εμίσησεν εις άκρον, να ο ένας! ΛΗΡ Είναι τα 'μάτια μου θολά. Ο Κεντ εσύ δεν είσαι; ΚΕΝΤ Ο Κεντ, αυθέντα μου, ο Κεντ, ο δούλος ο πιστός σου. Κι' ο δούλος σου ο Κάιος πού είναι; ΛΗΡ Ω! Εκείνος, ήτο καλός!

τους ίσκιους καιτους έλατους κούρευα την κοπή μου Και τα μαλλιά ήταν κόκκινα και βάψαν τα ψαλίδια· Να την βοσκήσωτα χλωρά τα ριζοβούνια βγαίνω Και τα χορτάρια κόκκινα ταύρα κι' αυτά βαμμένα· Κατέβηκατον ποταμό να την περιποτίσω Κ' εύρα και τα νερά θολά και κόκκινα βαμμένα· Παίρνω την ακροποταμιά και φτάνωακροβούνι, Εκεί οπού βγαίνει το νερό κι' οπού 'νε ο καταγός του, Κ' είδα κοράσιο οπώσκυψτε κ' έπινε με τα χείλια, Κ' είχε τα χείλια κόκκινα σαν με βαφή βαμμένα Καιόσες βρύσες έσκυφτε να πιη, 'ς όσα ποτάμια, Έβαφαν όλα τα νερά· έβαψαν τα χορτάρια, Έβαψαν και τα πρόβατα, έβαψαν τα ψαλίδια.

Βλέποντας τη γριά που καθόταν κοντά στα πόδια του με την μποτίλια στην ποδιά της, σήκωσε μόλις τα θολά του μάτια και περίμενε με υπομονή, σαν να ήξερε κιόλας τι ήθελε να του πει. «Έφις, είσαι άνθρωπος του Θεού και μπορείς να μου μιλήσεις ειλικρινά. Η ντόνα Έστερ όμως δεν φαίνεται πουθενά και μια μέρα που πήγα σπίτι τους η ντόνα Νοέμι μου τα έψαλε για τα καλά∙ άκουσα ένα σωρό βρισιές.

Πήγε να μπήξη τις φωνές εκείνη. Ο Βαγγέλης της έφραξε το στόμα με το χέρι, μα έτρεμε ολόσωμος κ' εκείνος. Δεν τον περιμένανε τόσο γρήγορα. — Τι κάνεις εκεί; Για το Θεό! τσιμουδιά! Ζυγώσανε κ' οι δυο στο κρεββάτι. Ο άρρωστος άνοιξε τα μάτια του θολά και σαστισμένα σαν να μην ήξερε πού βρίσκεταιΔε γνωρίζει!... άσπρισε το μάτι του!... — Αλλοίμονο! Δυστυχία μου!

Φουρτουνιασμένα, θολά, λασπωμένα κ' ορμητικά σαν πεινασμένα λιοντάρια, κυλούσαν στα βάθη των γκρεμών τα δύο ποτάμια. Από ψηλά, από τα ματωμένα στήθη του Βελουχιού, ακράτητο φουσάτο, έρχουνταν ο Καρπενησιώτης· από μυστικές κι άγνωστες, απ' αθώρητες κ' απάτητες λαγκαδιές, ροβολούσε ο Καστανιάς.

Βλέπω, απήντησεν η παιδίσκη, ένα καράβι. Βλέπω σύννεφα πολλά, θολά, τρεχούμενα, ανακατωμένα, φουσκοθαλασσιά, τρικυμία, θεώρατα κύματα, που χτυπούν επάνω στους βράχους, στο κάβο, στην ακρογιαλιά. — Και πώς το βλέπεις το καράβι; ηρώτησε με κομμένην φωνήν η Αρχόντω.

Όλοι το διάβα σου είδανε να φεύγη σιγανό και να περνά με φόβο λες κάπου να μην αγγίση, σαν πλανημένο σύννεφο στο βραδινό ουρανό που αργογλιστρά τρεμάμενο μη, πριν αράξη, σβήση. Κι όλοι τα μάτια σου είδανε θλιμμένα και θολά, γλαρά άνθη που μαράθηκαν σ' ένα στεγνό ανθογυάλι, ν' ανοίγουν σα ν' αντίκρυζαν χαμένα και δειλά προς κάποιο πέρα μακρινό κι απόνειρο ακρογιάλι.