United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν λοιπόν συμβή εκείνος που μας ηρώτησε να είναι υβριστής, θα γελάση και θα είπη· πραγματικώς γελοίον πράγμα λέγετε, αν κάμνη κανείς κακά, εν ώ γνωρίζει ότι είναι κακά και εν ώ δεν πρέπει να τα κάμνη, διότι νικάται από τα καλά.

Πάτερ μου, ηρώτησε τέλος ο εργάτης, ποίος είναι αυτός ο προδότης; Ο Χίλων εχαμήλωσε την κεφαλήν. «Ποίος ήτο εκείνος ο προδότης!

Τα δάκτυλα αυτά δεν τα είχε παρά μόνον διά να με βάζη και να μ' εβγάζη από το κουτί μου. Ποτέ μου δεν είδα δάκτυλα πλέον φαντασμένα! — Ήσαν από γένος; ηρώτησε το υαλί. — Όχι βέβαια! απεκρίθη η σακκορράφα. Αλλά σου είχαν μίαν υπερηφάνειαν! Ήσαν από πέντε εις κάθε χέρι, και τα πέντε ενωμένα, αλλά το καθέν διαφορετικού αναστήματος, και το καθέν με την ανοησίαν του.

Απολέσας δε όλους τους Μήδους όσους είχεν εξαγάγει, συνελήφθη αιχμάλωτος . Πλησιάσας ο Άρπαγος τον αιχμαλωτισθέντα Αστυάγην έχαιρε και τον ύβριζε· μεταξύ δε άλλων δηκτικών λόγων τω ανέμνησε το δείπνον το οποίον ο βασιλεύς προσέφερεν εις αυτόν με τα κρέατα του παιδίου του· τέλος τον ηρώτησε τι εστοχάζετο διά την μεταβολήν εκείνην της βασιλείας εις δουλείαν.

Όταν έφθασαν εις Καπερναούμ και ήσαν εν τη οικία, ο Κύριος τους ηρώτησε, «Τι συνεζήτουν προς αλλήλους εν τη οδώΒαθεία συστολή τους έκαμε να σιωπώσι, και η σιωπή αύτη ήτο η ευγλωττοτέρα ομολογία των ενόχων φιλοδοξιών των.

Η κόρη έτρεξε προς την μητέρα και την ηρώτησε: «Τι να ζητήσωΤούτο ακριβώς επερίμενεν η Ηρωδιάς, και θα ηδύνατο να ζητήση εσθήτας ή πολυτίμους λίθους ή παλάτια ή ότι τοιαύτη γυνή αγαπά. Αλλ' ως πνεύμα οποίον το ιδικόν της η εκδίκησις ήτο γλυκυτέρα του πλούτου ή της υπερηφανίας.

Τότε Ξένος τις επλησίασεν αυτούς και τους ηρώτησε το αίτιον του κατηφούς των προσώπου και του τεταραγμένου των λόγων των. Εκείνοι εστάθησαν κ' εθεώρησαν δυσπίστως τον άγνωστον οδοιπόρον.

Θα ενδυθήτε, κυρία; ηρώτησε μετ' επιχαρίτου μειδιάματος, όπερ εφαίνετο μόλις τολμών να διαστείλη τα χείλη της τα πορφυρά.

Εισήγαγε πάλιν την κεφαλήν του εις την εστίαν διά να υποδαυλίση τους άνθρακας, επί των οποίων είχε ρίψει προηγουμένως ξύλα, έπειτα εξήγαγεν αυτήν και είπε: Μεταξύ μας δεν υπάρχουν δούλοι. Ο Βινίκιος ηρώτησε: — Πού είνε η Λίγεια; — Μόλις εξήλθεν· εγώ θα βράσω το πρόγευμά σου. Εκείνη ηγρύπνησεν όλην την νύκτα πλησίον του. — Διατί δεν την αντικατέστησες συ;

Τι έχεις; ηρώτησε σχεδόν έντρομος. — Τίποτε, Πάτερ. Αύριον θα φονεύσω τον Γλαύκον. Πετρώνιος Βινικίω. Χαίρειν. «Κακώς βαίνεις, φίλτατε! Είναι φανερόν ότι η Αφροδίτη σου ετάραξε το πνεύμα, σε έκαμε να χάσης το λογικόν, την μνήμην, την δύναμιν του να εννοής ό,τι δήποτε άλλο εκτός του έρωτος.