United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα από τούτο επρομήθευεν εις αυτά τροφάς άλλην εις το έν και άλλην εις το άλλο, εις άλλα μεν χορτάρια από την γην, εις άλλα καρπούς δένδρων, εις άλλα ρίζας, εις μερικά δ' έδωκε να τρέφωνται τρώγοντα άλλα ζώα· εις άλλα έδωκε να γεννώσιν ολίγα, εις εκείνα δε, τα οποία αυτά καταστρέφουν, έδωκε να γεννώσι πολλά, διά να σώζηται με τούτον τον τρόπον το γένος των.

Από πού ήρθε, πού γεννήθηκε, πού μεγάλωσε, πού ήτανε κρυμμένος τόσον καιρό, κανένας δεν ήξερε. Λέγανε κάποιοι πως ήτανε φθασμένος από κάποιο απόμερο χωριό, πως είχε περπατήσει μερόνυκτα σε βουνά και σε λαγκάδια, τρώγοντας άγρια χορτάρια και πίνοντας με τις φούχτες του νερό απ' τις ερημικές βρυσούλες.

Τότε είδαμεν εκεί πλησίον ένα νησί, πολύ χαμηλόν και στολισμένον με πράσινα χορτάρια, που εφαίνετο όλον ως ένα λιβάδι και μία μεγάλη πεδιάδα και επειδή είμεθα τόσον καιρόν εις την θάλασσαν χωρίς να ιδούμεν γην, τότε οι περισσότεροι, όλοι πρόθυμοι, εμβήκαμε εις καΐκι και εβγήκαμεν εις το νησί προς περιήγησιν και ανάπαυσιν μας και οι σύντροφοί μου άναψαν φωτιάν διά να μαγειρεύσουν.

Σαν είδα τις γαλανές πεδιάδες τουρανού μας, τη μαβειά θάλασσα που αφρίζει και μοιάζει κάμπος ασπρολούλουδα γεμάτος, σαν πάτησα τούτη την περίφηρη γις και βρέθηκα μέσα σε τέτοια φύση, κατάλαβα το παραμύθι, θαρρούσα τώρα και γω που φορούσα τον ουρανό με τάστρα, τη θάλασσα με τους αφρούς της, τη χαρούμενη γις με τα χορτάρια.

Εξέσφιξαν τες ίγγλες, έδεσαν τα προκόβια 'ςτά σαμάρια, έβγαλαν τα καπίστρια, πεδίκλωσαν κι' απόλυκαν τα δεκατρία μουλάρια τους να βοσκήσουν 'ςτά ξηραμένα χορτάρια της πλαγιάς απόπερ' από το ρέμμα. Εγιοματίσαμε. Ήτον η σαρακοστή του Δεκαπενταύγουστου κ' εφάγαμε ξερό ψωμί μ' ελιές και με ξύδιένα πινάκι ξύλινο πώφερνε μαζί του ο Γάκης ο Γκιτρίμης.

— Ω! . . . τι αμαρτίες! . . . έχεις δίκηο, χριστιανή μου! Αχ! . . . και τι ήτον αυτό! . . . Κ' εγώ ήμουν κάτω στο χωράφι, κ' έβγαζα τα χορτάρια . . . και δεν μπορούσα να ησυχάσω, το έρμο! . . . Ένα σαράκι μ' έτρωγε! . . . Και δεν εσυλλογίστηκα πως η στέρνα ήτον γεμάτη.

Μα και το δικό σου είν' άγριο. — Ποιος σου το είπε; Δεν το βλέπεις τι ήμερα που περπατάει; — Ναι, μα 'κει που ξαφνίστηκε, με την καμπάνα... στο μοναστήρι κάτου; — Μα εκεί ξαφνίστηκε. — Καϋμένε, τώρα σε συλλογίζομαι τι θα πάθαινες αν σ' έσερνε μαζή του σ' εκείνον τον κατήφορο. — Δε θα χτύπαγα, ήταν χορτάρια. Κ' εγέλασα. Εχαμογέλασε κι αυτή.

Μα και το δικό σου είν' άγριο. — Ποιος σου το είπε; Δεν το βλέπεις τι ήμερα που περπατάει; — Ναι, μα 'κεί που ξαφνίστηκε, με την καμπάνα. . . . . στο μοναστήρι κάτου; — Μα εκεί ξαφνίστηκε. — Καϋμένε, τώρα σε συλλογίζομαι τι θα πάθαινες αν σ' έσερνε μαζή του σ' εκείνον τον κατήφορο. — Δε θα χτύπαγα, ήταν χορτάρια. Κ' εγέλασα. Εχαμογέλασε κι αυτή.

Σε λιβάδια που η φύσι Πλούσια είχε θησαυρίση ίσκιους, χλόαις, κλαριά, χορτάρια, Δροσερά νερά καθάρια, Μια Φοράδα ηληκιωμένη Οχ τη μοίρα απολαβαίνει Τ' αγαθά όλα ανταμομένα, Με τη μοναχή της γέννα. Κι' απερνούσε την ημέρα Σα φιλόστοργη μητέρα, Με πολλή ευχαρίστησί της Ν' αναθρέφη το παιδί της. Το ανήλικο Πουλάρι Σε μιας τόσης τύχης χάρι Βρίσκει πάσαν ηδονή του Εις την άσκοπην ορμή του.

Είπανε πως έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε. Άλλος είπε πως τον πήρανε οι Νεράιδες. Άλλος πως ήτανε κρυμμένος μέσα στη μεγάλη σπηλιά του βουνού και τη νύκτα έβγαινε σαν το αγρίμι και μάζευε άγρια χορτάρια, για τροφή του. Και πάλι άλλος είπε πως τον είδε να σκάβη με τα νύχια του το χώμα στην κορφή ενός βουνού. Έκανε ένα μεγάλο λάκκο και θάφτηκε μέσα ζωντανός.