United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φταίει κι' ο πατέρας της, ξαναείπε σε λίγο. Του κοριτσιού του ήρθε φρένα. Σημαδιακά λόγια τους έλεγε. «Εγώ θα πάω να τονέ βρω, δεν μπορώ να κάνω μοναχή μου. Θα πάω να τονέ βρω». Έλεγε και καλά πως ο Γιαννιός πνίγηκε. Δεν ήθελε να πιστέψη πως παντρεύτηκε.

Δε θα της χαρίσουν τη ζωή της κακόμοιρης! Έννοια σου, μαννούλα, κι ερχούμαστε, μη λυπάσαι. Βούτηξε τώρα, Μαριώ μου, αγάπη μου! Βούτηξε και μας σημαδεύουν. Έμπα και συ, χρυσό μου Κωσταντινάτο, και κρύψου στη θάλασσα. Η ώρα σου δεν ήρθε ακόμα. Μα θάρθη θάρθη η ώρα σου... Και πνίγηκε η φωνή του μέσα στα κύματα. Δεν άργησε κι ο γέρος να τους ακολουθήση απ' άλλο, πιο μαύρο δρόμο.

Καθώς κατέβαινε, λέει, στο γιαλό, ασπροντυμένη, την πήρε για νεράιδα και σκιάχτηκε. Δεν περπατούσε, λέει. Του φάνηκε πως περνούσε σιγαλά απάνω στον αέρα, σα φάντασμα. Και την άφησε και πνίγηκε για το σπολλάτη, για τα καλά που είδε. Να όψεται. Είχαν όλοι κατεβασμένα τα μούτρα. Τέτοια συφορά είχε καιρό νακουστή στο νησί. — Η δουλειά σου σένα δεν ήτανε να φέρης τα μαντάτα, είπε ο παπάς.

Τι να είχε γείνει ο καημένος ο Τασιούλας; Άλλοι έλεγαν, ότι τον καιρό, που πήγαινε στη Βλαχιά είχε πέσει από το μουλάρι στο Δούναβη και πνίγηκε, άλλοι πάλι, ότι στο Γιάσι, που καταστάθηκε, τον αγάπησε μια Βλάχα για την ομορφιά του και τον παντρεύτηκε, άλλοι ότι είχε πεθάνει από αρρώστεια, κι' άλλοι πάλι έλεγαν άλλα.

ΣΤΑΥΡΟΣ Ναι, τον έμαθα μόλις χτες και μάλιστα κατά τύχη από κάποιον ταξιδιώτη. Ξέρω να υποφέρω τις συφορές ατάραχα. Για τούτο η λύπη μου όσο κι ά στάθηκε μεγάλη, πνίγηκε γλήγορα μέσα μου ... Άμα συλλογίζεται κανείς πως κάθε στιγμή που περνά κάποια συφορά αφίνει πίσω της στον κόσμο, δεν πρέπει να ξαφνίζεται. Πρέπει πάντα να τις περιμένει, και πάντα να τις δέχεται ατάραχα.

Σύμφωνος! είπε ο γραμματικός. Και οι ανθρώποι της Εξουσίας, ευχαριστημένοι απ' τη δουλειά τους και ήσυχοι, πως οι σκοτούρες τους τελείωναν ως εδώ, κλείσανε τα χαρτιά τους, με χασμουρητά, και σηκώθηκαν να κατεβούνε στον καφενέ. Μα και κανένας δεν πολυσκοτίσθηκε να μάθη το πώς και το γιατί πνίγηκε ο Καπετάν-Πρέκας.

Η Εξουσία δε βλέπει παραπέρα απ' τη μύτη της...Αν έβλεπε, θα καταλάβαινε πως ο Καπετάν-Πρέκας πνίγηκε από αγάπη. Μάλιστα! Λοιπόν σου λέω εγώ και να μ' ακούσης, πως ο Καπετάν- Πρέκας δεν μπορούσε να βαστάξη τον καϋμό της γρηάς του. Από αγάπη πνίγηκε ο Καπετάν-Πρέκας! Ο Ρήγας του Μαθιού έμπηξε τα γέλια. — Σου το μήνυσε; είπε.

Στερηά και θάλασσα ένα πράμα είνε. Κ' η στερηά χειρότερη απ' τη θάλασσα. Η Ουρανίτσα δεν ξαναμίλησε. Σηκώθηκε πεισματικά κ' έφυγε χωρίς να πη καληνύχτα. Ο γέρος ούτε πήρε χαμπάρι. Του φάνηκε πως τον καληνύχτησε. — Καληνύχτα! Σύρε να ησυχάσης. Εγώ κάθομαι και μοναχός μου. Μη σκοτίζεσαι για μένα. Ο Γιαννιός δεν πνίγηκε και σ' αυτό το ταξίδι. — Έτσι πνίγονται οι άνθρωποι; έλεγε ο καπετάν Λαλεχός.

Έλεγε πως τη γελούνε. «Βρε παιδί μου, κάθεσαι και χάνεσαι για έναν άνθρωπο που σε παράτησε και πήγε και παντρεύτηκε στα ξένα; Δεν ήταν άνθρωπος για σένα. Γαμπροί άλλο τίποτε. Θα βρης άλλον καλύτερο, όπως σου αξίζει». Αυτή τίποτε. «Ο Γιαννιός μου πνίγηκε. Τον πήρε η θάλασσα απ' την κουβέρτα. Τα κοκκαλάκια του στην αμμουδιά τα δέρνει η θάλασσα. Θα πάω να τονέ βρω». Σημαδιακά λόγια.

Ποιος της είπε πως πνίγηκε; Εγώ της είπα πως παντρεύτηκε!... Άλλο πνιγμένος στη στερηά κι' άλλο στη θαλασσα. — Έχει δίκηο ο Μαθιός! είπε πάλι ο μπατζανάκης του. Μήπως της είπε πως πνίγηκε; Σα γύρισαν τα μυαλά της, τι φταίει ο Μαθιός; Ο Μαθιός πήρε λίγο απάνω του. Άρχιζε να παρηγοριέται και μοναχός του και οι βρισιές της γρηάς Λαλεχίνας του ήρθαν πάλι στο νου του.