United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λες και είπε του αγίου να της πάρη και το μονάκριβό της και να την αφήση έρημη και σκοτεινή στον κόσμο. Μέσα στο χρόνο αρρώστησε ο μοναχογυιός της και μέσα στο χρόνο την άφηκε και πέταξε απ' την αγκαλιά της. «Δόξα σοι ο Θεός!», ξαναείπε πάλι η Δροσούλα, τρελλή απ τον καϋμό της και τα μάτια της τρέχανε σα βρύσες. Δεν είπε πια: «Μη χειρότερα!». Γιατί χειρότερη συφορά δεν ήτανε άλλη στον κόσμο.

Όλα τα δίκηα δικά σου είνε. Μη φοβάσαι Κ' οι ένορκοι ανθρώποι είνε σαν και μας. Θα δούνε το δίκηο σου και θα κρίνουνε. Δε θα σ' αφήσωμε να χαθής. Χαμογέλασε. — Τι να την κάνω τη ζωή; είπε. Ας ζήσουνε οι κατεργαρέοι. Γι' αυτούς είνε ο κόσμος... Σώπασε. Σε λίγο σάλεψε πάλι τα χείλια του, σαν να μιλούσε με τον εαυτό του. — Μιας γενιάς άχτι! μουρμούρισε. Και δεν ξαναείπε λέξι.

Μερικές φορές μοιάζουν με στοιχειά» ξαναείπε, ενώ ο Τζατσίντο ξάπλωνε πάλι καταγής σιωπηλός. «Είδες τι μακρουλές που ήταν; Τρώνε τα άγουρα σταφύλια σαν διαβόλοι….» Ο Τζατσίντο όμως δεν μιλούσε πια.

Ναι... ευχαριστώ· εψιθύρισε ο Αριστόδημος. — Είνε αλήθεια λυπηρό· μα τι να γίνη; του ξανάειπε ο πάρεδρος, κυττάζοντάς τον με τα μικρά και πονηρά ματάκια του· αυτά 'χει ο κόσμος. Πέθανε στο σπίτι της Ελπίδας ναι, το μάθαμε· προτίμησε το μικρότερό της γιο. Ε, έτσι είνε οι μαννάδες· τη μοιράζουν και την αγάπη· τη μοιράζουνε.

Φταίει κι' ο πατέρας της, ξαναείπε σε λίγο. Του κοριτσιού του ήρθε φρένα. Σημαδιακά λόγια τους έλεγε. «Εγώ θα πάω να τονέ βρω, δεν μπορώ να κάνω μοναχή μου. Θα πάω να τονέ βρω». Έλεγε και καλά πως ο Γιαννιός πνίγηκε. Δεν ήθελε να πιστέψη πως παντρεύτηκε.

Αν ήρθες να κλάψης εδώ, τον αποπήρε πάλι η Παυλίνα, δε διάλεξες καλά. Τράβα το δρόμο σου και κλαίγε μοναχός σου... — Άκουσέ με, καλή μου κοπέλλα, ξαναείπε ο ξένος. Δυο λόγια έχω ακόμα να σου πω. Μέσα στην καλύβα, που ξεψύχησε δίπλα μου, ο άμοιρος, μούδωκε τα στερνά του χαιρετίσματα, ορκίζοντάς με να τα φέρω στην καλή του. Και μου' δωκε κ' ένα φυλακτό, που το είχε κρεμασμένο στο λαιμό του.

Βρε Γιώργη; Τ' είνε τούτο το κακό; του είπε ο Μητσος, σκύβοντας στο πρόσωπό του με ψυχοπόνια. — Γραφτό μου ήτανε! είπε ο Γιώργης. — Έννοια σου, δεν έχεις τίποτα· κουράγιο! του ξαναείπε. — Το βλέπω κ' εγώ. Θα με πήρε ξυστά! Δεν πονάω... Ο Μήτσος τον έψαξε στο στήθος. Δε φαινότανε τίποτε απ' έξω. Σταλιά αίμα δεν είχε χυθή.

Ας ευχαριστηθή η ψυχή του εκεί που βρίσκεται. Οι άλλοι χαμογελάσανε πικρά. — Παράξενο σου φαίνεται; ξαναείπε ο Μαθιός. Άνθρωπος και δέντρο ένα πράμμα είνε. Όπως συνηθίση κανένας. Άλλα δέντρα διψάνε το νερό και τούτο διψάει το κρασί. — Αλλοίμονο! είπε ο Θανάσης ο Βιόλας. Ο άνθρωπος πάει και τούτο μένει Ποιος το ξέρει; Όλοι μας θα πάμε και τούτο θα βρίσκεται ακόμα. Θα ψηλώνη και θα θεριέβη.

Κι' ύστερα από λίγη σιωπή, ξανάειπε: — Αφού σ' απόλαψα, παιδάκι μ', το ίδιο κάνει κι' αν γέρασα κι' αν δε γέρασα! Το κύτταγμα μέσα στον καθρέφτη την έκανε να μελαχολήση.....Κρέμασε τα μούτρα κι' άρχισε να συλλογιέται. Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε κι' άρχισε να κλαίη, και τα δάκρυα της κίνησαν κι' έτρεχαν σαν κουμπιά μαργαριτάρι.

Μη σε στενοχωρεί που μώδωκες την καβάλα σου; Μου ξανάειπε. Εγώ δε μπόρεσα να κρατήσω έν' αλαφρό αναστέναγμα που γεννήθηκε μέσα μου από κάθε άλλο αίσθημα παρά από τη στενοχώρια, πώβαζε αυτή με το νου της. Όμως για να μη την αφήκω να μένη στη βλαβερή ιδέα της, της μίλησα χαμογελώντας πάλι: — Τώρα σ' έκαμα να μου μιλάς, δεν έχω ανάγκη να ξαναξεφουρνίζω ζωηρά λόγια, δεν το κατάλαβες;