United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ωχ! καϋμένε! μουρμούρισε ο Γιαννιός. Είσαι μικρός ακόμα και δεν ξέρεις τον κόσμο. Εδώ ξεχνάνε οι ζωντανοί και τους πεθαμμένους γυρεύεις; Δε στρήβεις το καντούνι να τηνέ ιδής! Στο παραθύρι κάθεται και... «μήλο καθαρίζει», που λέει και το τραγούδι. Ο Μαθιός σήκωσε το ποτήρι του και τάδειασε ως τον πάτο. Ήτανε σαν αλαφιασμένος. — Και τι με τούτο; είπε.

Είσαι του λόγου σου μέσα στην καρδιά του κοριτσιού; Πού το ξέρεις κι' αν τον αγαπούσε; Κι' αν δεν τον αγαπούσε ήθελες να τονέ κλαίη τώρα; — Συχώρα με, ματάκια μου, είπε πάλι ο Γιαννιός χαμογελώντας κάτω απ' το μουστάκι του. Σαν είνε έτσι το πράμμα παίρνω πίσω το λόγο μου. Ο Θεός μονάχα να σου χαρίζη ζωή, να μη σε κλάψη του λόγου σου.

Άμα πατήσω το πόδι μου στη στερηά θα σας γράψω αμέσως. Να πήτε μόνο της Ουρανίτσας μου να μη στενοχωρεύεται και μου αρρωστήση. Ο καιρός περνάει γρήγορα. Πρώτα ο Θεός, μαζί με την Ουρανίτσα μου θα κάνουμε Λαμπρή και τούτη τη χρονιά. Μόνο να μη στενοχωρεύεται και μου αρρωστήση...» Ήρθε και η Λαμπρή μα δε φάνηκε ο Γιαννιός. Ούτε γράμμα ούτε τίποτε.

Πότε τον έδιωχναν τάχα από κοντά τους· πότε στην ώρα που εδιηγόταν άρχιζαν όλοι ομόφωνοι τον βήχα· πότε έπιαναν φιλονεικία και τον εσύγχιζαν και κάποτε έφευγεν έναςένας σιγά και τον άφιναν ολομόναχον να λέγη και ν' ακούη. Ο Γιαννιός εφουρκιζόταν κ' έβανε όρκο στις μάνας του τα κόκκαλα, στη θάλασσα που αρμενίζει, να μη διηγηθή πλέον τίποτα.

Εις τον μέγαν κήπον του κυρ -Χαράλαμπου του Νιανιού, παρά την κεντρικήν στέρναν και το μαγγανοπήγαδον, υπό τρία με συμπεπλεγμένους τους κλώνους μεγάλα δένδρα, βερυκοκιάν και συκήν και απιδέαν, είχε στρωθή από της μεσημβρίας ο Γιαννιός ο Κάβουρας, ο Δημήτρης, ο Ζάβαλος, ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος, ο γερο-Λευτέρης ο Κουσερής και ο Κώστας ο Αγγουρακομμένος.

Τον Μελιγκόνη τον έπιασαν τα κλάματα. Λιγόψυχος πάντα ο Γιαννιός ο Μελιγκόνης, τραβήχτηκε παράμερα και σκούπιζε τα μάτια του. — Σαν παιδί κάνεις, καϋμένε Μελιγκόνη, του είπε ο Πεφάνης. Θέλεις να σε ιδή ο Μοναχάκης, που τόνε κλαις ζωντανό μαθές; — Δεν κλαίω, παιδί μου Πεφάνη. Δεν κλαίω. Έτσι με πήρε το παράπονο. Είδα αντρόγυνα να χωρίζουν, και δεν έκλαψα.

Όλον το κατώγι, όσον ευρύ και αν ήτο, μόλις θα ήρκει διά να τα χωρέση, τόσον αμέτρητον πλήθος βενέτικα. Τωόντι ο Γιαννιός κατώρθωσε να τον προξενέψη, και τον αρραβώνιασε με μίαν ορφανήν κόρην, το Κουμπώ του Καλκάνη. Μέγας θρίαμβος διά τον Μαλάκιαν. Ζαχαρομηλιά, μπακλαβάδες, πετεινάρια, φραγκοκοττόπουλα αγκαλιαστά, μοσχάτο κρασί, ταμτζάνες.

Αυτός τον έφαγε και το μακαρίτη! αναστέναξε ο Μαθιός. Το σκουλήκι στην καρδιά. — Την αγαπούσε το λοιπόν με τα σωστά του; ρώτησε ο Θανάσης. Εγώ έλεγα πως χωράτευε. — Γυρεύεις τώρα; είπε ο Γιαννιός. Εκεί που βρίσκεται, κι αν την αγαπούσε τηνέ ξέχασε. Πώς το λες αυτό; είπε ο Μαθιός χτυπώντας το ποτήρι του στο τραπέζι Ξέρεις τι γίνεται μαθές στον άλλον κόσμο; Γύρισε κανένας και σούφερε τα μαντάτα!

Αυτά συνέβησαν ύστερον, μετά δέκα χρόνους. Όταν δε μας συνήντησεν ο εξάδελφός μου ο Γιαννιός, επάνω στην Βρύσιν, στα Πλατανάκια, έμβρυον ήτον ακόμη εις τας φρένας του η μανία του θησαυρού, προς πλουτισμόν του Γένους, και ο Μαλάκιας το έμψυχον τερατώδες άγαλμα της λατρείας ταύτης.

Ο Νικολός εφορτώθη πάλιν το ζεμπίλι, εγώ έλαβα το είδος του ροπάλου μου, κ' αίφνης ακούομεν δρομαίον βήμα, και εις τα ώτα μας αντηχεί γνώριμος φωνή: — Εδώ είσθε;... καλά που... σας ηύρα. Ήσθμαινεν ο άνθρωπος από τον ανηφορικόν δρόμον. Ήτον ο εξάδελφός μου ο Γιαννιός, άνθρωπος πλέον ή σαράντα ετών. οπαδός της Μεγάλης Ιδέας, έχων δύο βάρκες, την «Θεού Σοφίαν» και την «Επτάλοφον».