United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά χρόνους, όταν άνοιξαν η δουλειές, κι' ο γέρο-Στάθης έγεινε μικρό-αρχιναυπηγόςεσκάρωνε βάρκες και καΐκια μοναχός του, βοηθούμενος από τον υιόν και από τον παραγυιόν του, εις το προαύλιον της οικίαςτότε η γραία ημπόρεσε να κλέψη αρκετά και από τα κέρδη της ναυπηγικής τέχνης.

Ο Θεός είχεν απλώσει πάλι στη θάλασσα το καλοκαίρι. Στο βάθος τα χιόνια ασημώνανε τα βουνά, μα η θάλασσα λικνιζότανε στην πιο ατάραχη και ήμερην άνοιξη. Ήτανε μια θάλασσα αγαπητή, ώμορφη, χρυσοντυμένη, ευγενική, ατέλειωτη στην καλοσύνη της. Κι' ακόμα είχε πήξει από της βάρκες που περιμένανε ν' αδειάσουνε τη χαρούμενη ζωή των ναυτών στην εύθυμη στεριά....

Η τρίτη σκέψις του υπήρξε να φωνάξη προς την πολίχνην, εις τους κατοίκους, εις τους φίλους και τους γείτονας να τρέξουν με βάρκες να σώσουν τους πνιγομένους. Αλλ' έπρεπε να τρέξη χίλια βήματα τον ανήφορον διά να φθάση εις την κορυφήν της ακτής, οπόθεν αντίκρυζεν η πολίχνη.

Ο Μπαμπούκος δεν ήθελε ν' αφήση τον υιόν του να «ξεμπουρδαλιάζη» και εζήτει να τον πάρη μαζί. Αλλ' ο Πάπος αγαπούσε, ναι, της βάρκες, αγαπούσε και την θάλασσαν, αλλά δεν έστεργε την πειθαρχίαν. Η βάρκα εκείνη, επί της οποίας θα έπλεε με δύο άλλους ακόμη ο πατήρ του, θα ήτο πλωτή φυλακή δι' αυτόν. Και άμα εμυρίσθη, ότι ο πατήρ του εσκέπτετο να τον πάρη μαζί, εφρόντισε να γείνη άφαντος.

Έκυψεν εις το ους ενός των συντρόφων του, του Αναστάση τον Ζιζυφού, και του εψιθύρισε μερικά λόγια με πολλάς χειρονομίας, δεικνύων διά συρτού κ' επιμόνου κινήματος της παλάμης ίσα-πέρα τον αιγιαλόν, και ηκούσθησαν αρκετά ευκρινώς απ' το στόμα του ολίγαι λέξεις: «καλύβα, πέρα εκεί, σπηλιά, . . . κλειδαριά, σιδερόπορτα . . . Να φυλάτε, κ' εμείς θάρθουμε με της βάρκες το βράδυ, σαν πέσ' ο αέρας».

Ο γραμματικός μου εκατόρθωσε να κρατήση τον «Ταξιάρχη» κ' έπεσα μέσα. Σοβράνο ήρθα στο μπαρκομπέστια του καπετάν Τραγούδα για να πιάσω τη γραμμή μου. Αλλά βλέπω εκεί με μεγάλη ταραχή. Ναύτες έτρεχαν, βάρκες έρριχναν στη θάλασσα, φωνέςκακό σαν να εβούλιαζεν άξαφνα το πλεούμενο. Ο καπετάνιος ορθός στο κάσαρο, ξεσκούφωτος, κατακόκκινος εβλαστημούσε κ έβριζε κινώντας τα χέρια σαν φτερωτές.

Αφότου είχε παύσει να ταξιδεύη με τα καράβια εις μακρυνά πέλαγα, εψάρευε κατ' αρχάς γύρω εις την νήσον, κ' εγιάλευεν εις τον λιμένα. Ύστερον ηγόραζεν απ' αλλού σιτάρια, τα άλεθεν εις τους μύλους πέραν, εφόρτωνε της δύο βάρκες, κ' ήρχετο και τα επώλει εις τον τόπον. Είχε μανίαν ν' αποκτήση θησαυρούς, διά να σώση το Γένος.

Και στην άλλη μεριά του κόλπου είχαμε φίλους κ' οι βάρκες πηγαινοερχόντανε ανάμεσα της δικής τους και της δικής μας αποβάθρας. Εμέ όμως η τοποθεσία όλη μου κάθιζε βαριά στο στήθος κ' είχα το αίστημα πως μ' εμπόδιζε στην εργασία μου. Με βύθιζε σε μια διάθεση διαφορετική απ' όσες γνώριζα. Μα ο καιρός περνούσε και μ' αυτόν ήρθε η γαλήνη.

Ο Λούκας κ' η παρέα του, με τους γάντζους και με της απόχες, θα κατώρθωναν πολύ μεγαλείτερες δουλειές, αν ήτον εύκολον να φέρουν από τον λιμένα της βάρκες των εις το μέρος εκείνο.

Πολλές φορές άνοιξε πόλεμος για τη στάλα κ' έρχονται οι καπετάνοι με τις βάρκες να κυριέψουν την πηγή και τρέχουν από τη στεριά οι ασπροφλόκατοι, παίζοντας τα γιαταγάνια και χτυπώντας τα σκουροντούφεκα για να τους ρίξουν πάλι στη θάλασσα.