United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θαυμασμός μεγαλύτερος ποτέ δεν εστάθη παρόμοιος ωσάν εκείνον, που ο Καλίφης έδειξε τότε· μετά βίας ημπορούσε να πιστεύση αυτός ότι ήτον έξυπνος· εκείνη η νέα λεκάνη εφαίνονταν ένα τέρας και δεν ημπορούσεν από αυτήν να σηκώση τους οφθαλμούς του. Τότε ο Αμπτούλ τον έκαμε να ιδή επάνω εις δύο θρόνους αργυρούς δύο σώματα νεκρά, και του είπε, πως αυτοί είναι οι πρώτοι εξουσιασταί του θησαυρού.

Ότε δε αργά επέστρεψεν εις τον οίκον του, κλονούμενος και παραπαίων, υποστηριζόμενος υπό του βλάμη του Θοδωρή, είχεν ήδη κατά μήκος πλάτος διηγηθή τα κατ' αυτόν εις όμιλον φίλων ευωχητών, εις τους οποίους, κενώσας το τελευταίον του ποτήριον, είχε κενώσει και όλα του τα μυστικά, και αυτό το μυστικώτατον και νωπότατον, το του θησαυρού του.

Ανεκλάλητος ήτο μετά ταύτα η χαρά και ο θαυμασμός του ηγουμένου και του δημάρχου. Δεν είξευρον τι να θαυμάσωσι περισσότερον, την ευφυά επίνοιαν της Γερακούλας, διασωζούσης τον θησαυρόν, ή την ευσέβειαν όλης της οικογενείας παραδιδούσης τα διασωθέντα. Εις τον κοσμικόν του δημάρχου νουν εφαίνετο υψηλότερον το δεύτερον, η παράδοσις του θησαυρού.

Αφού δεν ημπορέσαμεν να λάθωμεν την άγρυπνον προσοχήν του πλοιάρχου της «Έπταλόφου» — διότι ενδιεφέρετο σφόδρα διά πάσαν ιστορίαν θησαυρού, και δεν ηδύνατο τίποτε να του διαφύγηείνε άπορον, πώς δεν έγεινα εγώ ύποπτος εις τον Νικολόν πλην ο φίλος μου δεν ήθελε να με αδικήση διά τοιαύτης υπονοίας.

Και έως σήμερον ακόμη δεν ενθυμούμαι να είπα εις κανένα διά την υπόθεσιν του θησαυρού της Κεχριάς, νομίζω δε ότι πολύ δεν επίστευα μέσα μου, αν και τόσον νέος, εις την ύπαρξιν του θησαυρού τούτου. Ο Νικολός δεν ελυπήθη και πολύ διά την παρουσίαν του Γιαννιού, ήτον δε πρόθυμος, ως λίαν ανοικτόκαρδος, να μοιράση τα γρόσια, τα οποία θα εύρισκε, και με αυτόν, και με πάντα άλλον.

Ύστερα, με τον καιρό, ανιστόρησε ο γέρος στον καινούργιο βασιλιά, το χάσιμο του θησαυρού του, τη λύπη της μητέρας του, τα βάσανά τους, τα καρδιοχτύπια τους, για το τάξιμο, που τούχε τάξει απ' την κούνια του, για να στολίση το λαιμό της νέας βασίλισσας. Ο νέος ο βασιλιάς σαν άκουσε τα λόγια αυτά έγινε χλωμός σα θειαφοκέρι. — Μη χολοσκάς, παιδί μου, είπε ο γέρος σύνωρα.

Τώρα, ποίος προστάτης, ποίος πολιτευόμενος, ποίος βουλευτής είνε ιπποτικώτερος; Εκείνος όστις εκ του ιδίου ταμείου αγοράζει τας ψήφους των εκλογέων, ή εκείνος όστις τας αγοράζει εκ του δημοσίου θησαυρού; Εκείνος όστις πληρώνει εκ τον θυλακίου του ή εκείνος όστις πληρώνει εκ των χρημάτων του έθνους, χρημάτων ξένων, τα οποία εις την Ελλάδα μάλιστα εσυνηθίσαμεν όλοι να θεωρούμεν έρμα και σκοτεινά; ποίος είνε πλέον γαλαντόμος;

Διατί έκλαια; Μη η καρδία γνωρίζει διατί πάλλει; Μη επιδέχεται ανάλυσιν της ψυχής το ενδόμυχον αίσθημα; Δεν ήλθα χάριν της Δεσποίνης εις Χίον, αλλ' όμως τότε, ενώ επερίμενα να την φέρη ο κάτοχος της, μου εφαίνετο ότι η ζωή μου ολόκληρος εις εκείνην συνεκεντρούτο. Δεν εσκεπτόμην περί του θησαυρού, ούτε περί των σχεδίων τα οποία επί της ευρέσεώς του εβάσιζα.

Επήραμεν τον κατήφορον, και αφού διήλθομεν τρία ρέμματα, επεράσαμεν πολλά πλάγια και ρεβένια και εχώθημεν τέσσαρας φοράς εις την λάσπην. Είχε βρέξει προ τριών ημερών, και η υγρασία της γης θα διηυκόλυνε μεγάλως την εκσκαφήν του θησαυρού μας.

Αρχίζει και βασιλεύει ο ήλιος. Απόλυσε ο Σπερνός. Γυρισμένες θα είναι στα σπίτια τους όλες οι Ρωμιοπούλες. Αυτές είναι που τους γέννησαν τους πατριώτες που βλέπαμε. Αυτές είναι που θα τους αποδεχτούν απόψε στις αγκαλιές τους. Αυτές είναι που κρατούν τα κλειδιά του παινεμένου μας αυτού θησαυρού, που πάει να σκουριάση μέσα σε σιδερόφραχτη κάσσα κρυμμένος. Θησαυρός μας είναι πάντα, ό,τι κι αν πούμε.