United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Καραϊσκάκης διώρισε τους μεν πεζούς να κρυφθώσιν εις τα ερείπια του Τουρκοχωρίου, όπου εσυμπέραινεν ότι έμελλον να διευθυνθώσιν οι εχθροί διά να μείνωσι την νύκτα, το δε ιππικόν να προχωρήση εις τα πλάγια της οδού, από την οποίαν ήρχοντο οι εχθροί, ώστε να τους εμποδίση την επιστροφήν, όταν ήθελον κτυπηθή από τα έμπροσθεν.

Κι' η γη τη χλόη εντύνεται, Τα δάση της ισκιόνουν, Τα κρύα χιόνια λιόνουν, Ο ουρανός γελάει. Τα λουλουδάκια βάφουνται, Τα πλάγια χρωματίζουν, Κι' ηδονικαίς φωτίζουν Η δροσεραίς αυγαίς. Στο αγκαθερό τραντάφυλλο Γλυκολαλάει τ' Αηδώνι. Το ξένο Χελιδώνι Ταιριάζει τη φωλιά. Στους κάμπους πλούσια κι' άκοπα, Σε πράσινα λιβάδια, Τα ζωντανά κοπάδια Βελάζουν και πηδάν.

Μην τα πετάς τα μήλα σου, φέρε τατην ποδιά σου. Φέρε τα καιτον κόρφο σου για να τα φάμε αντάμα. Έλατην πέρα την πλαγιά, πούν' η πολλές η λεύκες Και τα ρουπάκια τα ψηλά, οπώχω το μαντρί μου Και στάνη και παραστάνη, να ιδής τα κρύα νερά μου, Και τες χλωρές μου τες βοσκές. Έλα να ιδής, βοσκούλα, Τα ισκιερά τα ορμάνια μου.

Περνούν μεσάνυχτα κ' η Πούλια σβυέται, Τα πλάγια ασπρίζουνε, σιμόν' η Αυγή. Στέκει.. ακουρμένεται... δεν αγροικιέται Κανένα πάτημα... παντού σιγή. Ξύπνούν η πέρδικαιςτο χαραμέρι. 'Στο λόγγο ερρίχτηκε, γύρω θωρεί... Γνωρίζει ανέλπιστα παληό λημέρι, Τη βρύση εξάνοιξε πώτρεχ' εκεί. Πάλ' ακουρμαίνεται... γέρνει ταυτιά του.

Από τα πλάγια των βουνών πέρα, όντας φτάναμε σε κανένα μικρό άνοιγμα του δάσους, φαίνουνταν πού και πού και καμιά κορδελίτσα σταχτόχρωμου καπνού να ξετυλιέται από καμιά καλύβα τσοπάνου προς τον ουρανό.

Εχτύπησε στα πλάγια του γκρα κι άφησε μεταλικόν ήχο η σουβλερή ξιφοθήκη, ανεμίζοντας πέρα δώθε τη λερή φουστανέλα του Σκοπού. Ο γκρας με βιασύνη σηκώθηκε κι αφτός πάνου στον πλατύν ώμο του έβζωνα, από τη γη χάμου, οπαναπαβόταν ακουμπισμένος

Θανάση, αν δε σου ζήλεψα τα νειώτα, την ανδριά σου, Τ' άρματα τ' αξετίμωτα, το μάτι, το τραγούδι, Ζηλεύω αυτήν τη ξαστεριά πώχει το μέτωπό σου! Έστησε ’ς το κατώφλι μας το νεκροκρέββατό του Ο Χάρος και μας καρτερεί. Ξήπλεγαις, τρομασμέναις Μανάδαις αναρίθμηταις με κουφωμένα στήθια Φεύγουν ’ς τα πλάγια να κρυφτούν με τα βυζασταρούδια.

Ταχθέντες υπό του Δημοσθένους διηρέθησαν κατά διακοσίους, κατά το μάλλον ή ήττον, και κατέλαβον τας υψηλοτέρας θέσεις, ίνα ο εχθρός, περικυκλούμενος πανταχόθεν, ευρεθή εις εντελή αμηχανίαν, χωρίς να ηξεύρη προς ποίον μέρος να αντιταχθή, και να προσβληθή κατά πάσαν διεύθυνσιν υπό του πλήθους, κατά νώτον μεν, εάν ήθελε προχωρήσει, εις τα πλάγια δε, εάν εφέρετο προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά.

Ήτανε καιρός τώρα που τα πουλιά είχανε πάρει για το βασιλόπουλο ανθρωπινή λαλίτσα και του μιλούσανε λόγια γλυκά και μπιστεμένα. Καθώς περνούσε ο κυνηγός μέσα στα σύθαμπα του λόγγου, γυρεύονταςκάτι γυρεύοντας με τα μάτια ολόγυρα — , ένας πετροκότσυφας, πούχε χωθή μέσα στα κλαριά, φεύγοντας την άψη του ήλιου, του σφύριξε στ' αυτίΠάρε την πλαγιά του βουνού και κατέβα στη ρεματιά.

« Εγώ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι... » Έσπασα με τα χέρια μου τα σίδηρα σα βέργες, » Βράχους πολλούς ξερρίζωσα με την περπατησιά μου, » Κι’ έδραμα σαν την αστραπή, κι’ έτρεξα σαν τ’ αγέρι. » Εγώ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι... » Εκαβαλλήκεψα θεριά, κι’ αλύσωσα λιοντάρια, » Τρία βουνά ξελάκκωσα, τα τρία στην αράδα, » Και μες τα ξελακκώματα γύρισα εννιά ποτάμια. » Εγώ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι... » Έμασα χίλια αγριόγιδα και τάκανα μια στάνη, » Τα βόσκησα μες τους γκρεμούς και τάρμεξα στα πλάγια, » Κ’ έβγαλα τ’ αγριοβούτυρο κ’ έπηξα τ’ αγριοτύρι.