United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ίδες γεράκι στη φωλιά μαζί με περιστέρι· Η ώρα τότες έφτακε για να τραβήσω χέρι. Αχ! τι τα θέλω και τα λέω· τι θέλω να τα μάθη Εκείνη που μ' εβύθισε σε βάσανα και πάθη. Είναι κλαρί παραψηλό και χέρι δεν το φτάνει· Κι' ο άθρωπος που αγωνιστή, και λόγια κι' έργα χάνει.

Ό,τι φέρνει η ώρα δεν το φέρνει ο χρόνος. Ναυτικός άνθρωπος, γεμιτζής τόσα χρόνια, μαθημένος στο πέλαγο, στην απλοχωριά, ψημένος στις φουρτούνες, στενόκαρδος πάντα στη στερηά και στα βάσανα του κόσμου, τι την ήθελε την ιερωσύνη; Να παλαίβη με τη δυστυχία του κόσμου, να ζη με τα βάσανα της κακομοιριάς, να παραστέκεται στις συμφορές των ανθρώπων, να βλέπη την Κόλασι μπροστά του μέρα και νύχτα, στη ζωή και στο θάνατο.

Ευτυχώς η θεία-Αννούσα είχεν επανέλθει πάλιν παρά τω υιώ αυτής, διότι ήκουσεν ότι παντρολογιέται και δεν ήθελεν αυτή να χάση το παιδί της, κ' έδραμε, λησμονήσασα τα βάσανα, τα οποία υπέστη κατά το πρώτον ταξείδιον.

Έλα, κάτσε ... Και για να μη σε ξαναπιάση η κουζουλάδα, για καλό και για κακό, θα σας αρραβωνιάσωμε ευτύς απόψε και τη Λαμπρή θας σας στεφανώσωμε. Τωόντι το βράδυ ο Σαϊτονικολής, συνοδευόμενος υπό του Μανώλη, της συζύγου του και διαφόρων συγγενών, μετέβη εις του Θωμά. Η Πηγή τους υπεδέχθη ακτινοβολούσα και πλησιάσασα τον Μανώλην του εψιθύρισε: — Ετελειώσανε τα βάσανά μας· αι, Μανωλιό;

Αλλοίμονον που ανάριθμα πάμπολλα τα δεινά μου κι ο λαός πάσχει ολόκληρος ποιος τρόπος, ποια φροντίδα μου θα διώξη το κακό απ’ την πόλιν; Φυτό δεν αναδίν’ η γη με πόνους και με βάσανα γεννούνε οι δύστυχες μητέρες. Και θενά ιδής να τρέχουνε προς του Άδη τ’ ακρογιάλι, όπως πουλιά που πέτονται το ’να ξοπίσω στ’ άλλο πιο γλίγωρα κι απ’ τη φωτιά την αδάμαστην ακόμα. Αντιστροφή β΄

Με πολύν κόπο, επήρα κ' εγώ αράδα, κ' έσυρα σπρώχνοντας με όλη τη δύναμί μου το Λευθέρη απ' το μπράτσο, κι' απ' της πλάτες, και μπορέσαμε με πολλά βάσανα να πλησιάσουμε τον παπά, και μας φώτισε με την αγιαστούρα του· ύστερα έσκυψα με το στόμα κ' ήπια αγίασμα· ύστερα εγέμισα της δύο φούχτες και της έφερα στο στόμα του ανδρός μου να πιή.

Ειδεμή πώς ξηγιέται η ιδέα του να καταχτήση Αφρική, Ιταλία κ' Ισπανία, και ναφίνη τους Πέρσους να φοβερίζουν το κράτος από τη μια, και τους βορεινούς βαρβάρους από την άλλη, κινήματα που σπείρανε νέα κι αλογάριαστα βάσανα μέσα στο κράτος; Τονέ δόξασαν του Βελισαρίου και του Ναρσή τα κατορθώματα, είναι αλήθεια.

Δεν το καταλαβαίνεις; «Τι σούκανε πάλε ο Τρακοσάρηςμου λένε κάμποσοι. «Πάλε τα βάσανά σου λεςμου λένε άλλοι. Βρε εμένα τι μούκανε; Εμένα τα βάσανά μου; Τι είμαι εγώ; Τίποτα! Σήμερα είμαι και αύριο δεν είμαι. Μα δεν είν' έτσι. Κατακαϋμένη πατρίδα, με τα καράβια τα αμέτρητα πώς κατάντησες! Κ' έπιασε τα γένεια του, κουνώντας λυπητερά το κεφάλι του. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, φωτιά.

Τούρθε μάλιστα να ξεκινήση και να παιδέψη τους φονιάδες. Οι καιροί όμως είτανε δύστροποι. Είχε μεγάλους περισπασμούς η Ανατολή. Κ' έτσι κάμνοντας την ανάγκη φιλοτιμία αναγνωρίζει το Μάξιμο, κλει μαζί του συνθήκες, και γυρίζει το νου του στα δικά μας τα βάσανα. Και ποια να είταν τώρα τα βάσανά μας; Ο Αρειανισμός, και πάλε ο Αρειανισμός, που κάστρο του και στρατόπεδο είταν η ίδια η Πρωτεύουσα.

Είτανε πια νύχτα, και δεν μπορούσα να βρω αφορμή να πάγω, ας είναι κι απ' έξω από το σπίτι της, να βρεθώ άλλη μια στιγμή πιο κοντά της. Πάει πια, δε θα την ξαναϊδώ την Ελένη! Και μήτε την ξαναείδα... Δεν ξέρω πώς τα βάσταξε τα βάσανα του μοναστηριού.